«Όμως ο Ζεκή με λέει αδύναμη, μου λέει να βρω τη δύναμη να ράψω το στόμα μου, πως υπάρχει μια άλλη δύναμη, πιο δυνατή ακόμα και από αυτήν που είναι ο Θεός, και ο Ζεκή μού λέει, αυτά είναι τα σημάδια, και ανοίγει διάπλατα το στόμα μου, μου βάζει με τα χέρια μέσα τεράστιες καινούριες λέξεις, μου λέει να τις μασήσω, να τις καταλάβω, μου σφίγγει με τα δάχτυλα τα δόντια μου, μάσησε, μου λέει, τις λέξεις σου, Τζεμαλιγιέ, φάε να χορτάσεις, και με κοιτάζει ύστερα  με αγωνία να μην τις φτύσω, με κοιτάζει να δει, κι εγώ καταπίνω τη βολκάν και την ταξίμ και την ανάβαταν, καταπίνω τις λέξεις μου επειδή ο Ζεκή με ταΐζει μαζί με τα νέα γράμματα αγάπη, μασώ τις λέξεις του επειδή με ταΐζει κομμάτι κομμάτι και αγάπη, μια λέξη για ένα κομμάτι αγάπη, βολκάν ταξίμ ανάβαταν, αγάπη, βολκάν ταξίμ ανάβαταν, αγάπη.»

(Κεφ. 7, «Ούτε ο Θεός, ούτε ο Αλλάχ», σελ.27)

Κορμός της αφήγησης του δεύτερου βιβλίου της Κωνσταντίας Σωτηρίου –το πρώτο, «Η Αϊσέ πάει διακοπές», εκδόθηκε το 2015 και βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature την επόμενη χρονιά–, είναι η Τουρκοκύπρια πόρνη Τζεμαλιγιέ και ο Τουρκοκύπριος εραστής της Ζεκή, που υπήρξαν οι πρώτοι νεκροί των διακοινοτικών ταραχών στην Κύπρο και αφορμή να ξεκινήσει το κακό, τον Δεκέμβριο του 1963, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο.

Με το που σηκώνεται η αυλαία αυτής της ολιγοσέλιδης νουβέλας, η Τζεμαλιγιέ κατεβαίνει στην αγορά της Λευκωσίας για να αγοράσει τα κόκκινα λουστρίνια με το λουράκι στο πλάι που είχε βάλει στο μάτι από προηγούμενη βόλτα στις βιτρίνες. Παρακολουθούμε τη ζωή της όπως την αφηγείται η ίδια, πώς γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ζεκή, έναν μικροπαντρεμένο με παιδί, και πώς μαθαίνει ότι αυτό το ψηλό, λιγνό αγόρι με τα μεγάλα αυτιά και τα κόκκαλα που πετάγονταν από το στήθος του και τα πλευρά του (σελ. 31) έγινε εθνικιστής (διαβάστε την εκπληκτική περιγραφή στο 15ο κεφάλαιο, «Στην άκρη, λίγη ζάχαρη»).

Στην αφήγησή της παρεμβάλλονται αφηγήσεις Ελληνοκυπρίων γυναικών, διαφορετικών κάθε φορά, που έζησαν τα γεγονότα είτε ως σύζυγοι εμπλεκομένων είτε ως παιδιά κατοίκων της περιοχής του Ταχτακαλά και που εκφράζονται όλες στην κυπριακή διάλεκτο (στο τέλος παρατίθενται γλωσσάρι και επεξηγήσεις για τουρκικές λέξεις και φράσεις). Έτσι, ενώ η Τζεμαλιγιέ «μιλάει» σε παρόντα χρόνο προωθώντας την πλοκή, οι άλλες γυναίκες μοιάζουν σαν να σχολιάζουν τετελεσμένα γεγονότα, δίνοντας την απαραίτητη αποστασιοποίηση στο κείμενο.

Από τα 24 πολύ σύντομα κεφάλαια, μόνο το 18ο περιλαμβάνει «αντικριστά» τις δύο εκδοχές (από την Τουρκοκύπρια Τζεμαλιγιέ και από την Ελληνοκύπρια Βαθούλα) του ίδιου γεγονότος, σε μια δραματική κορύφωση όπου τα κόκκινα παπούτσια  γίνονται «όπλο» και η Τζεμαλιγιέ οδηγός ενός «στρατού» για να σωθεί ο Ζεκή (που αρνείται να δεχθεί να ερευνηθεί το αυτοκίνητό του για όπλα από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς με αποτέλεσμα να τον πυροβολήσουν, αυτόν και την Τζεμαλιγιέ) .

Η ιστορία της Σωτηρίου έχει αρχή, μέση και τέλος, κορύφωση και αποκλιμάκωση. Θα λέγαμε ότι στο δεύτερο βιβλίο της η συγγραφέας υπερβαίνει το πρώτο αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά της γραφής της με μια γερά θεμελιωμένη ιστορία και άρτια γλώσσα.