Η φρίκη που δεν μπορείς να αφήσεις πίσω

Ο Μπέρνι Γκούντερ επιστρέφει στα ελληνικά βιβλιοπωλεία με μια καινούργια περιπέτεια, μακριά από τη ναζιστική Γερμανία, αλλά όχι μακριά από τις επιπτώσεις της. Ο Phillip Kerr στο μυθιστόρημά του «Η φλόγα που σιγοκαίει» αλλάζει λίγο το σκηνικό (χώρο και χρόνο), επιμένει όμως να συνομιλεί με τις βρώμικες σελίδες της Ιστορίας.

Ο Μπέρνι Γκούντερ φτάνει με νέο όνομα στο Μπουένος Άιρες του 1950, όπου έχουν βρει καταφύγιο αρκετοί Γερμανοί ναζιστές. Με την άφιξή του, όμως, θα μπλεχτεί αμέσως σε μια περιπέτεια που θα τον αναγκάσει να σκαλίσει μια άλυτη ιστορία του παρελθόντος. Μια έφηβη βρίσκεται δολοφονημένη με τέτοιο τρόπο που θυμίζει μια αντίστοιχη υπόθεση που είχε αναλάβει ο Μπέρνι στο Βερολίνο του 1932. Ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας πιστεύει ότι ο δράστης του εγκλήματος μπορεί να βρίσκεται ανάμεσα στους εκατοντάδες πρώην Ναζί που έχουν βρει καταφύγιο στην Αργεντινή και γι’ αυτό τον λόγο ζητά τη συνδρομή του Μπέρνι. Οι αρχικοί δισταγμοί του Μπέρνι για την καταλληλότητά του να χειριστεί την υπόθεση κάμπτονται όταν εξαφανίζεται ακόμα μια νέα κοπέλα – για την ασφάλεια της οποίας ενδιαφέρεται προσωπικά η Εύα Περόν. Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι οι δύο υποθέσεις (εκείνη του Βερολίνου και αυτή του Μπουένος Άιρες) οδηγούν σε ένα μόνο πρόσωπο, σε ένα πρόσωπο που ακόμα και στην Αργεντινή είναι άριστα προστατευμένο.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα μπορεί κάποιος να εστιάσει στον τρόπο που ο Kerr χρησιμοποιεί την Ιστορία για να δομήσει την αστυνομική πλοκή της υπόθεσής του. Κατά τη γνώμη μας συμβαίνει μάλλον το αντίθετο εδώ: ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με πολύ έξυπνο τρόπο ένα αστυνομικό μυστήριο, μια σειρά ανεξήγητων δολοφονιών, για να φέρει στην επιφάνεια σκληρά ιστορικά δεδομένα, όπως το ποιοι –και για ποιους ακριβώς λόγους– έδωσαν καταφύγιο στους Ναζί στην Αργεντινή. Ποια ήταν η μοίρα των Εβραίων σε αυτή τη χώρα και τι συνέβη πραγματικά στους χιλιάδες Εβραίους που εξαφανίστηκαν εξαιτίας της Οδηγίας Έντεκα, την ύπαρξη της οποίας ακόμα και σήμερα αρνείται η κυβέρνηση της Αργεντινής; Ο Kerr ξέρει καλά πως ο καλύτερος τρόπος να θίξει τόσο σοβαρά θέματα είναι να τα τοποθετήσει μέσα σε ένα πλαίσιο μυστηρίου και σταδιακής αποκάλυψης, να οδηγήσει τον αναγνώστη βήμα βήμα μέσα από τα μονοπάτια της φρίκης σε αποκαλύψεις που πραγματικά μπορούν να σου παγώσουν το αίμα. Χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα συνεχή flashbacks στο Βερολίνο και στην υπόθεση του 1932, δημιουργεί παραλληλισμούς που προβληματίζουν και τρομάζουν για το πόσο ο κόσμος αλλάζει –ή μήπως όχι–, για το πόσο η φρίκη που σε κάνει να χάνεις τον ύπνο σου δεν είναι απλά τα γεγονότα του παρελθόντος, αλλά σε ακολουθεί, βρίσκεται πάντα εκεί, στις σάπιες κοινωνίες που τρέφονται από αυτήν.