ονειροφαντασία θνητού

 

όταν στερέψουν κάποτε οι πηγές

κι εξατμιστεί η θάλασσα δακρύων

θα αναδυθεί μέσα στο φως

μια χώρα ευτυχισμένη

 

θα έχουν ήδη εξοριστεί για πάντα

ο πόνος και ο θάνατος

σ’ έρημο γαλαξία μακρινό

και δίκαια πια η χώρα αυτή

θα ονομάζεται πατρίδα

 

μετά το ατέλειωτο ταξίδι στο σκοτάδι

στην προκυμαία θα εμφανιστούν και πάλι

οι αγαπημένοι μας νεκροί

ακέραιοι και φωτεινοί όπως τότε

 

κι όλοι μαζί θα γίνουμε

εξαίσια ποίηση και μουσική

όχι όπως παλιά γραμμένη με αίμα

μα με την έκσταση

τα θαμπωμένα μάτια εκείνων

που επιτέλους επιστρέφουν στην πατρίδα

(από τη σελ. 36).

Έτσι, χωρίς κεφαλαία και στίξη, χαμηλόγνωμα αλλά όχι πάντα χαμηλόφωνα, ο ποιητής-φιλόσοφος Τόλης Νικηφόρου είναι κατ’ αρχήν και κυρίως οραματιστής-προφήτης. Κι αν ξεχώρισα αυτό το ποίημά του είναι γιατί συγκοινωνεί υπογείως με το ντοστογιεφσκικό «Όνειρο ενός γελοίου», εκεί όπου καταδεικνύεται με τον αυστηρότερο τρόπο η κακομοιριά και η μεγαλοσύνη του ανθρωπίνου όντος, που μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να μετατραπεί από θηρίο σε άγγελο κι από δράκοντα σε τρυφεράδα ατελείωτη. Αν ο όρος «ιερόν τέρας» σημαίνει κάτι ακόμα σήμερα, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να επιφυλάσσεται κυρίως και πρωτίστως για τους ποιητές, αφού είναι οι μόνοι που κονταροχτυπιούνται με το Άγνωστο και δίνουν τροφή στο Άφατο, παρέχουν αφειδώς «γην και ύδωρ» εις το Άρρητο, δεν ανήκουν σε καμία φυλή παρά μόνο στη γλώσσα που κεντούν κι οραματίζονται για όλους εμάς, αντί ημών, τα βέλτιστα ή τα αίσχιστα, τα ήκιστα ή τα μέγιστα.

Ο ποιητής απολαμβάνει το αγαθό της μεγίστης δυνατής Ελευθερίας, αφού η γλώσσα είναι ο κώδικας που περιορίζει τα πράγματα καταπιέζοντας ανθρώπους, ζώα και φυτά, κάθε τι που θα υποπέσει στην ισοπεδωτική λαίλαπα της ονοματοθεσίας της. Ο ποιητής είναι ελεύθερος – όταν ποιητής είναι κι όχι τζουτζές, σκυλάκι σαλονιού στον καναπέ της κάθε εξουσίας… Φτάνει να θυμηθούμε τον Διογένη. Όταν αρνήθηκε σιωπηλά, ευγενικά και διακριτικά τις προσφορές του μεγάλου στρατηλάτη, αφού το μόνο που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή ήταν ο ήλιος προκειμένου να ολοκληρώσει τη δική του διαδικασία φωτοσυνθέσεως, επέσυρε φυσικά τη μήνιν των αυλοκολάκων, οι οποίοι φυσικά κι απεχθάνονται οποιονδήποτε άλλον είναι ολιγότερον γλοιώδης από δαύτους. Ζήτησαν λοιπόν από τον Μέγα Αλέξανδρο να τον τιμωρήσει. Εκείνος όμως ως φιλό-σοφος αρνήθηκε και δήλωσε ευθαρσώς: «Όχι, γιατί εάν δεν ήμουνα ο Αλέξανδρος θα ήθελα να ήμουνα ο Διογένης!».

Έτσι λοιπόν και με τον Τόλη Νικηφόρου. Όλοι όσοι γράφουμε κι έχουμε το γνώθι σαυτόν θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του, για τρεις τουλάχιστον λόγους: πρώτον για τη διάρκεια, δεύτερον για την εμμονή στην ποιότητα, και τρίτον για τον οραματικό βηματισμό του.

Τριακοστό τέταρτο αυτό το βιβλίο του (και όγδοο για τις πάντα επιμελημένες εκδόσεις Μανδραγόρας), δείχνει μια συνεχή πορεία πάνω από τη στάχτη της καθημερινότητας, σαν την ουρά ενός δράκοντα, ενός δεινόσαυρου, που υπερβαίνει για λίγο τη λάσπη του βάλτου που έχει γίνει η πνευματική ζωή μας.

Όμως δεν θέλω να σας αποκαλύψω κι άλλο ποίημα από αυτή την ευκλεή ποιητική συλλογή. Σας προτείνω να την ανακαλύψετε εικόνα προς εικόνα, ανάσα προς ανάσα, στίχο προς στίχο, γεγονός εικαστικό προς γεγονός εικαστικό, γιατί όπως όλοι οι καλοί ποιητές έτσι και ο Τόλης Νικηφόρου αντέχει ν’ απευθύνεται και στις έξι (τουλάχιστον) αισθήσεις μας ταυτοχρόνως.