«Η γοητεία των ταξιδιών είναι πως όπου πηγαίνω, βρίσκω μια μικροσκοπική ζωή να με περιμένει. Πηγαίνω στο ξενοδοχείο, μικροσκοπικά σαπούνια, μικροσκοπικά σαμπουάν, βούτυρο σε ατομική συσκευασία, μικρό μπουκάλι με στοματικό διάλυμα και οδοντόβουρτσα μιας χρήσης. Σε μια κανονική αεροπορική θέση, αναγκάζεσαι να διπλωθείς. Είσαι ένας γίγαντας. Το πρόβλημα είναι ότι οι ώμοι σου είναι υπερβολικά μεγάλοι. Τα πόδια σου, μοιάζουν με τα πόδια της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων· ξαφνικά τα νιώθεις χιλιόμετρα μακριά, αγγίζουν τα πόδια του μπροστινού σου» (σελ. 32).

Ο γεννημένος το 1962 Αμερικανός Τσακ Πόλανικ είναι συγγραφέας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος γαλλο-ουκρανικής καταγωγής. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, αρθρογράφησε σε εφημερίδες και εργάστηκε στο ραδιόφωνο, αλλά και ως μηχανικός σε αμερικανική εταιρεία κατασκευής φορτηγών.

Εγκατέλειψε τις επαγγελματικές του ασχολίες όταν παρακολούθησε ένα σεμινάριο ατομικής εξέλιξης, καθώς και κάποια εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Εργάστηκε εθελοντικά σε κέντρα αστέγων και ως συνοδός σε ασθενείς με σοβαρές και ανίατες παθήσεις.

Ιδιαίτερα καυστικός, σατιρικός, ανατρεπτικός με ήρωες που βιώνουν ακραίες καταστάσεις και που έχουν  αυτοκαταστροφικές τάσεις, έχει χαρακτηριστεί ως υπαρξιακός μηδενιστής, κάτι που ο ίδιος αρνείται. Αντίθετα, προβάλλει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πρωταγωνιστών του που αφορά την εξωτερίκευση ιδεών τις οποίες οι κριτικοί και το κοινό δεν αποδέχονται. Στα έργα του με πωλήσεις πάνω από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβάνεται «Η Λέσχη της Μάχης» (1996) και η συνέχειά της σε εικονογραφημένη έκδοση (2015). Έχει γράψει στη λογοτεχνική ταξιδιωτική σειρά Crown Journey, όπως και συλλογές διηγημάτων, δοκίμια και άρθρα, ενώ αυτόν τον καιρό εργάζεται στην επίσης εικονογραφημένη μορφή του «Fight Club 3».

«Η Λέσχη της Μάχης», που εκδόθηκε πέρυσι για δεύτερη φορά στην ελληνική γλώσσα, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα λογοτεχνίας της παραβατικότητας ή αλλιώς της υπέρβασης. Το ύφος γραφής του βιβλίου –όπως και στα περισσότερα μυθιστορήματά του άλλωστε– διακρίνεται από το μινιμαλιστικό μοτίβο, το οποίο ακολουθεί ο συγγραφέας φανερά επηρεασμένος από το στυλ της τέχνης του ελάχιστου του Μισέλ Φουκώ και του Αλμπέρ Καμύ. Το εν λόγω πολυβραβευμένο καλτ «Fight Club» με ένα φανατικό αναγνωστικό κοινό, μεταφέρθηκε με επιτυχία στην έβδομη τέχνη τρία χρόνια μετά τη συγγραφή του από τον Ντέιβιντ Φίντσερ.

«Ήθελα να καταστρέψω καθετί όμορφο που δεν θα μπορούσα ποτέ να αποκτήσω. Να κάψω το δάσος του Αμαζονίου. Να εκτοξεύσω φθοροχλωράνθρακες στην ατμόσφαιρα για να ρουφήξουν το όζον. Να ανοίξω τις βαλβίδες διαφυγής σε υπερδεξαμενόπλοια και να βγάλω τα πώματα ασφαλείας από υποθαλάσσιες πετρελαιοπηγές. Ήθελα να σκοτώσω όλα τα ψάρια που δεν θα μπορούσα να φάω και να πνίξω στο πετρέλαιο όλες τις γαλλικές παραλίες που δεν θα έβλεπα ποτέ» (σελ. 158).

Ο ήρωας του μυθιστορήματος σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση εξιστορεί σε ολόκληρο το βιβλίο τη διαδικασία με την οποία έφτασε σε μία ακραία κατάσταση η οποία γνωστοποιείται στον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Ο αφηγητής βιώνει μία ευκατάστατη αλλά συμβατική ζωή στα τέλη του 20ού αιώνα και εργάζεται στο τμήμα εξυπηρέτησης και νομικής ευθύνης ως συντονιστής εκστρατειών για την ανάκληση των αυτοκινήτων, ενώ πάσχει από σοβαρές διαταραχές ύπνου και χρόνιες αϋπνίες. Προκειμένου να βρει λίγη ανθρώπινη ζεστασιά, επισκέπτεται διαφορετικές ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης ασθενών με σπάνιες ή ανίατες ασθένειες, προσποιούμενος τον ομοιοπαθούντα. Σε μία από αυτές θα γνωρίσει την επίσης προσποιούμενη άρρωστη Μάρλα Σίνγκερ. Κατά τη διάρκεια των διακοπών του, σε μία παραλία θα συναντηθεί με τον αινιγματικό και μυστηριώδη Τάιλερ Ντέρντεν, ο οποίος εργάζεται ως σερβιτόρος, ως μηχανικός προβολής σε κινηματογράφους, αλλά και ως ερασιτέχνης σαπωνοποιός. Οι δυο τους θα επινοήσουν τη Λέσχη της Μάχης, όπου οι κανόνες είναι λίγοι και απλοί, απλά πρέπει να παλέψεις μέχρι να νικήσεις ή να παραδοθείς. Όταν θα ανατιναχτεί το διαμέρισμα του αφηγητή, εκείνος με τα εναπομείναντα, λιγοστά υπάρχοντά του θα μετακομίσει στη νοικιασμένη μονοκατοικία του Τάιλερ. Η Λέσχη της Μάχης διαδίδεται γρήγορα, αναβαθμίζεται, ενώ ιδρύονται οι Επιτροπές Επιθέσεων, Εμπρησμών, Αταξίας και Παραπληροφόρησης, καθώς και το Πρόγραμμα Πανδαιμόνιο.

Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, οι σύντομες προτάσεις και η χρήση πολλών ρημάτων αντί επιθέτων, παρέχουν στο αναγνωστικό κοινό μία απαράμιλλη αμεσότητα με τον ήρωα, όμοια με την προφορική εξιστόρηση γεγονότων οποιουδήποτε προς την παρέα του. Το έργο είναι μία γροθιά στο στομάχι ή ορθότερα στο πρόσωπο του δυτικού πολιτισμού στο λυκόφως του 20ού αιώνα. Το μαύρο χιούμορ και ο σαρκασμός προς τους σύγχρονους κοινωνικούς ιστούς, τον μανιώδη υπερκαταναλωτισμό και τα εκφυλισμένα δημοκρατικά ιδεώδη κυριαρχούν, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται με ωμό και συνάμα δηκτικό τρόπο η κρίση της ηθικοκρατίας και η ανθρώπινη αλλοτρίωση τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο.

«Αυτό που πρέπει να λάβεις υπόψη σου είναι η πιθανότητα ο Θεός να μη σε γουστάρει. Μπορεί ο Θεός να μας μισεί. Δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί. Το να έχεις την προσοχή του Θεού επειδή είσαι κακός ήταν καλύτερο από το να μην έχεις καθόλου προσοχή. Ίσως επειδή το να σε μισεί ο Θεός είναι προτιμότερο από το να αδιαφορεί για σένα. Αν μπορούσες να είσαι ο χειρότερος εχθρός του Θεού ή τίποτα, τι θα διάλεγες;» (σελ. 182).