«Κι αυτά που μας συντηρούν ειν’ εκείνα που δεν πιστέψαμε ότι θα συμβούν ποτέ και που γι’ αυτά μόνο ελπίζουμε»

(σε. 131)

Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρας το 1938. Είχε εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ο αιώνα, 1901-1921», καθώς και την ανθολογία «Ερμούπολη: μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του «O καιρός των χρυσανθέμων» (Mεταίχμιο, 2004). Παράλληλα ασχολήθηκε με το τραγούδι. Ως στιχουργός είχε στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και είχε συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες. Το 2013 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, για το σύνολο του έργου του.
Έφυγε από τη ζωή στις 22 Ιουλίου 2018, σε ηλικία 80 ετών.

Η επιστροφή στον κόσμο των αναμνήσεων για έναν ηλικιωμένο συγγραφέα, που καταδύεται σ’ ένα σύμπαν, στο δικό του σύμπαν, ζώντων και τεθνεώτων, εκεί που πρόσωπα αναδύονται από τον ωκεανό του χρόνου για να ιστορήσουν τις ζωές που άφησαν πίσω. Ο Ηλ, όπως είναι το όνομα του συγγραφέα, μέσα απ’ αυτήν την περιπλάνηση αναζητά το φάρμακο που απαλύνει τη μοναξιά, το «φαρμακείον εκστρατείας», καθ’ ότι μια εκστρατεία η ζωή και τι είναι αυτό που μπορεί ανά πάσα στιγμή να γιατρέψει τις πληγές;

Η γραφή του Μάνου Ελευθερίου στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι λυρική, γεμάτη εικόνες μιας άλλης εποχής. Μεταμοντέρνος υπαρξισμός με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού συνθέτουν την αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα. Η «ροή της συνείδησης», εκ μοντερνισμού ορμώμενη, είναι μια αναπαράσταση των περιπλανήσεων του νου βασιζόμενη στις εμπειρίες του κεντρικού χαρακτήρα. Η αυτοναφορικότητα προσδίδει αυτοβιογραφικά στοιχεία στο κείμενο, προσ-θέτοντας εν κινήσει μια ολόκληρη συστάδα αναμνήσεων που ανασύρονται από το βάθος του χρόνου, πραγματικές, αλλοιωμένες, παραγκωνισμένες, αλλά πάντα ζώσες στα μύχια της ψυχής του συγγραφέα.

Η σιωπή και η μοναξιά κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου, διατηρούν τις ισορροπίες ανάμεσα στον χείμαρρο του παρελθόντος και στη νηνεμία του παρόντος, προσφέροντας στον Ηλ παύσεις-ανάσες γεμάτες οξυγόνο. «Σιγά σιγά έμαθα να ζω αρμονικά σχεδόν και με τις σκιές και με τη σιωπή και με το χρόνο που κυλάει ανάμεσά τους και ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να τον ζωγραφίσει.» (σελ. 124)