Barbarism begins at home

Κάπου στο βάθος του χρόνου λέγαμε «Αγία οικογένεια», εκείνο το ωραιότατο βιβλιαράκι των Μαρξ και Ένγκελς που κατακεραύνωναν τους νεοχεγκελιανούς (Θεός σχωρέσ’ τους). Μετά ήρθε ο Στίβεν Πάτρικ Μόρισεϊ να τραγουδήσει για τις δικές μας οικογένειες και για το μέγα τραύμα που κουβαλούν στην καρδιά τους: “Barbarism begins at home”. Και είναι και εκείνο το ποίημα του Ζακ Πρεβέρ, «Οικογενειακόν», που κάθεται σαν ψαροκόκαλο στον λαιμό («Οι επιχειρήσεις οι επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις/Η ζωή με το νεκροταφείο»).

Οι αναγνώστες που έχουν κρατήσει στο μυαλό τους σκηνές σεπτής οικογενειακής θαλπωρής, βγαλμένες από το αναγνωστικό του σχολείου, μάλλον θα πρέπει να αποφύγουν το βιβλίο με τα διηγήματα «ανοικείωσης» της Στέργιας Κάββαλου. Ακόμα και ο τίτλος, «Φαμιλιάλ», ουσιαστικά λειτουργεί ως ένας κεντρικός κόντρα ρόλος.

Οτιδήποτε μοιάζει προσφιλές στην πραγματικότητα είναι απόμακρο. Εκείνο που από την κοινή ρίζα του αίματος γεννήθηκε, μέσα στον αγρό του θα πνιγεί. Η θράκα του οικογενειακού δράματος σιγοκαίει, ένας άφωνος τρόπος περιλούζει τα μέλη του. Η αγάπη εντός της είναι αυτό που πνίγει και όχι αυτό που σώνει.

Με γλώσσα ελλειπτική, πυκνή, σχεδόν λεπτής δομής, η Κάββαλου δημιουργεί 18 ιστορίες πίσω από τις κουρτίνες, δράματα που στήνονται κάτω από τα βαριά ταβάνια, πόνους που περπατούν στους τοίχους. Είναι μια γλώσσα τρέχουσα, σύμμεικτη, εξ ου και η χρήση των αγγλικών λέξεων που δεν ξενίζουν ακόμα και αν χρησιμοποιούνται –κάποιες φορές– εκεί που θα μπορούσαν να παραληφθούν.

Από το «Αλτσχάιμερ Trance» μέχρι και σήμερα, η Κάββαλου στήνει έναν χορό λοξών βλεμμάτων στην πνιγηρή πραγματικότητα των ηρώων της. Η γέννα γίνεται βάρος, η παιδική ηλικία ένα απροσμέτρητο ξετύλιγμα από εφιάλτες, οι έρωτες το συνώνυμο της άπωσης, οι σχέσεις γεμάτες ίχνη απογυμνωμένης μαγείας.

Ακόμα και σε στιγμές που η ζωή στέλνει ένα ευφραντικό μήνυμα, στο τέλος μια ανθρακιά σβήνει τα γράμματα, μια μουντζούρα στέκει και τους (μας) κοιτάζει. Η μικρή φόρμα των διηγημάτων (κάποια εξ αυτών μπορούν να χαρακτηριστούν τυπικό δείγμα μπονζάι) βοηθά στο να δομηθεί ένας απέριττος σκελετός που φέρει πάνω του μόνο τα χρειώδη. Οι λέξεις έχουν μια ρυθμικότητα που άλλοτε οδηγεί την τραγικότητα στο απώτατο όριό της και κάποιες άλλες συνθέτει ένα adagio στενεμένων ζωών.

Με λογοτεχνικές «φωνές» που φέρνουν στον νου την «Κασσάνδρα» και τον «Λύκο» της Μαργαρίτας Καραπάνου (διόλου τυχαία η Κάββαλου φέρνει στο προσκήνιο μια παιδική φωνή-αφηγητή) ή τη Μαρία Μήτσορα στη σκοτεινότητα των λέξεων, η Κάββαλου ισορροπεί ανάμεσα στο παράλογο των συναισθημάτων και στο άφευκτο της καθημερινότητας. Μικρά εγκλήματα μεταξύ συγγενών και φίλων. Μικρές ιστορίες αιμάτινης παραδρομής που σπάνια ρέουν ήσυχες. Το ανειρήνευτο, το παιγνιώδες, το ειρωνικό, το παράδοξο, το ωμό και το πικρό συλλειτουργούν σχεδόν σε όλα τα διηγήματα που μένουν στο τέλος σαν ανοιχτές πληγές. Οικογενειακοί κρατήρες με τη λάβα τους να καψαλίζει.