Δεκαεπτά συναπτά ποιήματα από έναν συγκροτημένο ως φαίνεται ποιητή, που βαδίζει στα σκοτεινά ανιχνεύοντας το τοπίο της νεοελληνικής ποίησης μετά το λεγόμενο «μεταμοντέρνο» που αποδόμησε και ισοπέδωσε τα πάντα (όσα τέλος πάντων έστεκαν ακόμα όρθια…).
Ο Γιάννης Στίγκας, γεννημένος στην Αθήνα το 1977, σπουδαγμένος γιατρός, κυκλοφορεί από το 2004 τις συλλογές του με συχνότητα δύο έως τριών ετών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.
Πολλές φορές το εργοβιογραφικό είναι πυξίδα για να κατανοήσεις καλύτερα τις νοητικές λειτουργίες που προϋποθέτουν, εξυπηρετούν ή και υπονομεύουν ενίοτε το τυπωμένο ποίημα. Και το διαχωρίζω το τυπωμένο από το απαγγελόμενο ή το αναρτώμενο στο Διαδίκτυο, γιατί στην πρώτη περίπτωση η ανάδραση (feedback για τους …ελληνομαθείς!) είναι ετεροχρονισμένη ενώ σε όλες τις άλλες σχεδόν άμεση, με μέσο χρόνο ανταποκρίσεως τείνοντα προς το μηδέν.
Εδώ λοιπόν, ο γιατρός που έχει αντέξει το νεκροτομείο προβαίνει σε μια ιδιότυπη ανατομία της πραγματικής καθημερινότητας, μπήγοντας το νυστέρι του με φιλάνθρωπη σκαιότητα στις κωμικοτραγικές έως γελοίες εκφάνσεις της ανθρωπίνης καταστάσεως επιδεικνύοντας μια πρώιμη (για την ηλικία του) ενορατική προ-όρασιν σχεδόν προφητική ενίοτε.
Στο πεδίο της τεχνικής, ας προσέξουμε τη σημειολογική απουσία σημείων στίξεως ακόμα και εις το τέλος των ποιημάτων, υποδηλώνοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς ότι το ποίημα δεν τελειώνει, δεν ολοκληρώνεται, όσο κι αν κορυφώνεται στη λήξη του… Παράδειγμα, το ποίημα:
Ερωτευμένο άρα ιπτάμενο
Περνώ βουνοκορφές ξυστά
γκρεμούς που γίναν οικειότητα
λάθη παλιά που τσούξανε
και δε σκαμπάζει πια
καμία χελιδόνα ο ύπνος μου
Ξυπνώ βαρύς κι αποσυνάγωγος
οι άνεμοι με παίρνουν στο ψιλό
πώς ξέρουν κι οι δεκάξι το κορμάκι σου;
Δεν είσαι μία Ελένη εσύ
είσαι πολλές Ελένες συναπτές
δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό
θα ’πρεπε να ’χω
τύχη πολλή
πενήντα τόσα μάτια
χέρια μονίμως ξάγρυπνα
θα ’πρεπε να ’χω κάνει
χρόνια θητεία σε αερόστατο
ραμμένο από –ποιος ξέρει από πόσα–
άδεια πουκάμισα (σελ. 33)
που κλείνει χωρίς τελεία. Αντιθέτως, τα άλλα δύο που επιλέγω να ανθολογήσω εδώ και να σας τα προσφέρω ως δείγμα γραφής αυτού του ποιητικού νεοσσού [ας μου επιτραπεί η γραφική τρυφερότητα προς έναν άγνωστο σ’ εμένα ομότεχνό μου], τα πιο κάτω ποιήματα καταλήγουν σε τελεία:
Η φρίκη ταμπουρώνεται
Ώσπου ξυπνάς ένα πρωί και λες:
δεν θα ξαναπώ καλημέρα
αυτή τη λέξη τη δοκίμασα
είναι μεγάλο κουτορνίθι
κι ύστερα
η ελπίδα
είναι ένα αρκετά καλοστημένο ντόμινο
–εν τέλει– θα στουκάρει στον ορίζοντα
κι εδώ αξίζει να ειπωθεί
κάτι για την αντοχή του χαρτιού
[δεν υπάρχει πιο ύπουλο ποσοστό από το 50-50]
από τέτοιες τρύπες γύρισαν κι άλλοι
κραδαίνοντας πελώρια γαλλικά κλειδιά
φοβερά μονότονοι
και κάπως υστερικοί για το μέλλον (σελ. 7).
Των 60 Watt
Κι ενώ είπα «αυτό ήταν, πάει, τέλειωσε», άξαφνα ανάβει πάνω
απ’ το κεφάλι μου μια λάμπα πυρακτώσεως, όπως ακριβώς
οι αναλαμπές των ηρώων στα κόμικς. Την έπιασα μ’ ένα πανί για
να μη μου ζεματίσει τα δάχτυλα. Πίσω από το γυαλί έφερνε σβού-
ρες ένα μικρό αεροπλάνο. «Έι, Έι» του φώναξα, μα δεν άκουγε.
Συνέχισε να στριφογυρίζει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο κοντά
στην αντίσταση.
«Κλασικός Στεριάδης» σκέφτηκα.
Την πήρα και τη βίδωσα στο λουτρό, γιατί τόσο καιρό με τα
γραψίματα, κατουράγαμε και πλενόμαστε στο σκοτάδι (σελ. 31).
Ένας τεχνοκρατικός πραγματισμός [δική μου η νεολογιστική εισαγωγή αυτού του όρου] διατρέχει το «σώμα» αυτής της ποιητικής, ερωτικής θα έλεγα, εκφάνσεως προς τα έξω ενός εσωτερικού τοπίου απολύτως δομημένου και με προοπτικήν ευδιάκριτον. Αναμένωμεν την συνέχειαν…