Ο τριαντάρης Τόμας Φόλεϊ εργάζεται στην Κεντρική Διεύθυνση Πληροφοριών στο Λονδίνο, είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης μερικών μηνών. Επιλέγεται από την υπηρεσία του ως υπεύθυνος για τη λειτουργία μιας παμπ με την επωνυμία Μπριτάνια, που εγκαθίσταται για έξι μήνες στο χώρο της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1958 (EXPO 58) στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του βρετανικού περιπτέρου. Ο Τόμας είναι γιος ενός Άγγλου και μιας Βελγίδας που έφθασε στο Λονδίνο όταν ήταν παιδί μαζί με τη μητέρα της, μοναδικές επιζήσασες μιας οικογένειας που σφαγιάστηκε από τους Γερμανούς σε ένα μικρό χωριό κοντά στις Βρυξέλλες. Αρκετά καλός στη δουλειά του, που μέχρι τώρα περιοριζόταν στο γράψιμο διαφημιστικών φυλλαδίων, ο Τόμας βλέπει σε αυτή την αποστολή την ευκαιρία της ζωής του να γνωρίσει τον κόσμο, αλλά και να ζήσει (έστω για λίγο) στο κέντρο ενός λαμπρού μέλλοντος, το οποίο υπόσχεται η επιστημονική πρόοδος και η τεχνολογική εξέλιξη, καθώς η Ευρώπη και όλη η υφήλιος αφήνει οριστικά πίσω της το παρελθόν δύο παγκοσμίων πολέμων.

Στην EXPO, ο Τόμας θα γνωρίσει την Άννεκε, μια όμορφη νεαρή Βελγίδα οικοδέσποινα της Έκθεσης, θα συγκατοικήσει με τον Τόνι, έναν Βρετανό επιστήμονα που είναι υπεύθυνος για τη ρεπλίκα μιας πρωτοποριακής μηχανής πυρηνικής σύντηξης, και θα συναντήσει, μεταξύ άλλων, τον Αντρέι, Σοβιετικό δημοσιογράφο και την Έμιλι, άνεργη ηθοποιό, η οποία παρουσιάζει τη λειτουργία της ηλεκτρικής σκούπας στο αμερικανικό περίπτερο. Όπως θα έχει ήδη αντιληφθεί ο αναγνώστης, ο Τόμας δεν ανήκει στην ελίτ της βρετανικής κοινωνίας, ούτε είναι απόφοιτος των φημισμένων βρετανικών πανεπιστημιακών κολεγίων. Αν και είναι έξυπνος, παραμένει αρκετά αφελής ώστε να μην αντιλαμβάνεται τις πλεκτάνες που στήνονται γύρω του από τις μυστικές υπηρεσίες διαφόρων χωρών. Γιατί, μπορεί η EXPO 58 να θέλει να γυρίσει μια νέα σελίδα στην παγκόσμια μεταπολεμική ιστορία, αλλά ο Ψυχρός Πόλεμος είναι στις δόξες του.

Ο Τζόναθαν Κόου στήνει ένα μυθιστόρημα εντελώς στέρεο στη δομή. Το υποδόριο χιούμορ φθάνει τα όρια του γκροτέσκου∙ ίσως θα ήταν πιο σωστό να το χαρακτηρίσουμε σαρκαστικό και καυστικό. Όταν ξεκινά το μυθιστόρημα, ο κύριος ήρωας είναι μπερδεμένος και παραμένει έτσι, παρά την καταλυτική εμπειρία των Βρυξελλών. Εκστασιάζεται στη θέα του Ατόμιουμ, του εντυπωσιακού  γλυπτού εμβλήματος της έκθεσης∙ γοητεύεται διαδοχικά από την Άννεκε και την Έμιλι∙ δέχεται (αν και θα μπορούσε να αρνηθεί) τον επικουρικό ρόλο σε μια υπόθεση εθνικής ασφαλείας που του αναθέτουν οι γελοίοι, κατά τα άλλα, πράκτορες κύριοι Γουέιν και Ράντφορντ. Μοιάζει (και είναι) ενθουσιασμένος με την προοπτική της προόδου και μιας ριζικής αλλαγής στη ζωή του, λιποψυχεί, όμως, όταν έρχεται η στιγμή, να την πραγματοποιήσει. Ίσως γιατί, κατά βάθος, παραμένει ξένος και φοβισμένος, ζώντας σε μια έντονα ταξική κοινωνία.

Μπορεί αυτό το βιβλίο του Τζ. Κόου να μην διαθέτει την ένταση προηγούμενων βιβλίων του, όπως το «Τι ωραίο πλιάτσικο!», «Η λέσχη των τιποτένιων» ή «Ο τέλειος κύκλος» – άλλωστε και η θεματολογία των υπόλοιπων βιβλίων του που έχουμε διαβάσει δεν προσφέρεται πάντα για υψηλές συγκινήσεις. Η αίσθηση που μένει στο τέλος είναι πικρή. Ωστόσο, σ’ αυτό εδώ το μυθιστόρημα, η συμπύκνωση των σκηνών και του λόγου μοιάζει να έχει προχωρήσει πολύ. Οι ανατροπές στην πλοκή δεν λείπουν, ενώ στη σελίδα 226 η εκφραστική δεινότητα του συγγραφέα φτάνει σε ένα εκπληκτικό κρεσέντο με την περιγραφή ενός μουσικού κομματιού. Ως συνήθως, η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου δεν μοιάζει να έχει ψεγάδια.