Γνώρισα την Ειρήνη Μαντά και τη συγγραφική της δουλειά μέσα από το δεύτερο βιβλίο της «Το δάσος με τα πέπλα», ένα μυθιστόρημα φαντασίας που εκτιμώ ότι είναι από τα καλύτερα ελληνικά και ξένα του είδους. Πέρα από το υψηλό επίπεδο της γραφής της, προϊόν όχι μόνο ταλέντου αλλά και μελέτης, με εντυπωσίασε το επίπεδο και το βάθος των γνώσεών της καθώς και ο εξαιρετικός τρόπος που τις υφαίνει μέσα στο κείμενό της. Τα παραπάνω ισχύουν απολύτως και για τη συλλογή διηγημάτων «Έξι ιστορίες για μικρούς σάτυρους»: στα έξι μετα-παραμύθια για ενηλίκους, η συγγραφέας ξεκινά με αφετηρία τις κλασικές  ιστορίες αλλά τις χρησιμοποιεί ως υλικό για να τους δώσει μια εντελώς νέα μορφή. Τις δικές της επαναφηγήσεις τις χτίζει με το συμβολισμό και τα αρχέτυπα, την παράδοση της μαγείας, τη μυθολογία και τα όντα των θρύλων, με στοιχεία από τις προχριστιανικές λατρείες αλλά και από τον χριστιανικό μυστικισμό.

Οι μύθοι και τα παραμύθια έχουν τις ρίζες τους στο συλλογικό ασυνείδητο: αποτελεί την πιο αρχαία βάση δεδομένων που είναι εγγεγραμμένη σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και περιέχει τις συλλογικές πεποιθήσεις, τους μύθους, τα παγκόσμια στοιχεία και σύμβολα που είναι κοινά στο ανθρώπινο είδος και την κληρονομιά του ζωώδους παρελθόντος μας. Πάνω σε αυτόν τον κοινό ανθρώπινο κώδικα δημιουργήθηκαν και εμπλουτίστηκαν με προσθήκες και παραλλαγές από γενιά σε γενιά. Συνδετικό στοιχείο και των έξι ιστοριών του βιβλίου είναι Πάνας ο τραγόμορφος θεός των δασών και της φύσης, των μαγισσών και των νυμφών, σε διαφορετικούς ρόλους ως ηθοποιός σε κάθε ιστορία αλλά με μία βασική ομοιότητα: χωρίς αυτόν ιστορία δεν θα υπήρχε. Είναι η προσωποποίηση τής γενετικής δύναμης της ζωής, εκείνος που όπως η φύση περιέχει εξίσου τη δύναμη της γονιμότητας και τη δύναμη της καταστροφής. Παιδί του Ερμή ή του Απόλλωνα ή του Δία – θεϊκή φύση και μίας Νύμφης – όπου οι νύμφες συμβολίζουν τις ψυχές. Η τραγόμορφη εμφάνισή του συμβολίζει την ύλη, πιο σωστά την αρχική μορφή μιας ψυχής που ενσαρκώνεται για πρώτη φορά στο υλικό πεδίο. Είναι μύστης, και συνδέεται άμεσα με τη φυσική μαγεία, και θεός του «σύμπαντος κόσμου» (παν, σύμπαν), όπως τον συναντάμε στους ορφικούς.

Με όλους τους παραπάνω ρόλους (ζώο, μάγος, μύστης, προσωποποίηση των ενστίκτων, θεός) πρωταγωνιστεί ή σκηνοθετεί κατά μία έννοια, τις έξι ιστορίες της συλλογής. Αυτό που επιχειρεί η Ειρήνη Μαντά στις δικές της αφηγήσεις έχει νομίζω τις ρίζες του σε εκείνο που περιγράφει πολύ συνοπτικά ο Άρθουρ Μάχεν στο διήγημα ο «Μεγάλος θεός Παν»: να ανασηκώσει το πέπλο του υλικού κόσμου, που είναι ένας κόσμος των σκιών, για να δει τον πραγματικό κόσμο – μια διαδικασία που οι αρχαίοι ονόμαζαν συμβολικά «να δει κάποιος τον θεό Πάνα».

«Ο Πέτρος και ο Πάνας» είναι η μόνη ιστορία που διαδραματίζεται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα (τα άλλα έχουν τον άχρονο χρόνο και τον μη-τόπο των παραμυθιών): το παραμύθι-αφετηρία είναι ο Πήτερ Παν, όχι ο Πέτρος και ο λύκος όπως θα νόμιζε κανείς αρχικά. Στην ιστορία με ηρωίδα μια αναξιόπιστη αφηγήτρια, οι δύο ταυτότητες διαχωρίζονται: ο Πέτρος γίνεται ένας ορφανός νεαρός που έχει την ικανότητα να πετά – ίσως γιατί κανείς δεν του έμαθε ότι δεν μπορεί, όπως λέει η συγγραφέας. Από την αγάπη του για την αφηγήτρια, γίνεται διαρρήκτης για να μπορεί να τη φροντίζει ώσπου ο Πάνας αναδύεται από τη χώρα των νεκρών θεών ή από τη χώρα του ασυνειδήτου, και τη διεκδικεί.

Τα «Καρφιά» ομολογώ ότι είναι η ιστορία που ξεχώρισα περισσότερο από τη συλλογή. Είναι βασισμένη στην Ωραία Κοιμωμένη, όμως ξαναχτίζεται πάνω στην έννοια της θυσίας στο όνομα της αγάπης – στο θείο δράμα που βρίσκεται στον πυρήνα του χριστιανισμού: ο μικρότερος γιος του Ουράνιου Πατέρα εξόριστος από το βασίλειό του επειδή αγάπησε μια θνητή, έρχεται αντιμέτωπος με τον πρωτότοκο επαναστάτη αδελφό του, που κατέβηκε στον ανθρώπινο κόσμο μετά τη ρήξη του με τον πατέρα, και είναι βεβαίως ο Πάνας ο Κερασφόρος.

Τα «Ξύλινα μάτια» είναι ένα διήγημα που διακρίθηκε στο διαγωνισμό «Κλειστοί χώροι» που συνδιοργάνωσαν το Diavasame.gr και οι εκδόσεις Αrs nocturna: μια αφήγηση της ιστορίας του Πινόκιο («μάτι από πεύκο» στα ιταλικά) που μοιάζει με σουρεαλιστικό εφιάλτη. Ο Πάνας εδώ είναι ένα παιδί της νύχτας, ένα βαμπίρ, ενώ η συγγραφέας εντάσσει στην αφήγηση και τον αρχαιοελληνικό μύθο για τον έρωτά του με τη νύμφη Πίτυς, τη μόνη που τον ερωτεύτηκε, και μετά τον άδικο θάνατό της οι θεοί της έδωσαν νέα ζωή ως το δέντρο πεύκο. Το μονόπρακτο «Μη λύνεις τα μάγια» είναι βασισμένο στην Πεντάμορφη και το Τέρας, με θεατρικούς διαλόγους και τραγούδια: αυτό είναι ένα δυνατό σημείο στη γραφή της Μαντά, η ικανότητα να δημιουργεί και να εντάσσει στο κείμενό της τραγουδιστούς στίχους. Ο Πάνας εδώ ταυτίζεται με το Τέρας  – πρόκειται για ένα ευφυές σχόλιο για τα μάγια του έρωτα και τι συμβαίνει όταν λύνονται.

«Ο καθρέφτης που θυμόταν» είναι όχι επαναφήγηση αλλά επανεφεύρευση της ιστορίας της Χιονάτης, εξαιρετικά ευφυής και επιτυχημένη: ο βασικός αφηγητής και υπαίτιος –αλλά και θύμα– όλων των δεινών είναι ο περίφημος μαγικός καθρέφτης της βασίλισσας ενώ ο Πάνας είναι ο σκοτεινός μάγος που του δίνει ζωή. Στον «Χαλαζία» που κλείνει τη συλλογή, η προηγούμενη ιστορία συνεχίζεται και τα δύο παραμύθια, η Χιονάτη και η Βασίλισσα του Χιονιού γίνονται ένα, σε μια πολύ σκοτεινή αφήγηση για την παγωμένη, αρκτική μοναξιά όσων απώλεσαν ή δεν βρήκαν ποτέ την αγάπη.

Και αυτή είναι η λέξη-κλειδί που ξεκλειδώνει τον συμβολισμό σε όλες τις ιστορίες της συλλογής: Η αγάπη είναι η σκάλα που ανεβάζει όλα τα πράγματα, μια φράση που η συγγραφέας επαναλαμβάνει σταθερά μέσα στο κείμενο. Όλοι οι ήρωές της βρίσκουν και χάνουν την αγάπη, αγωνίζονται ή θυσιάζονται γι’ αυτήν, αλλά επίσης εκπίπτουν από τη χάρη της, καθώς παρασύρονται από τη ζήλεια, την εκδίκηση ή παγώνουν από το αρκτικό κρύο μιας μοναχικής καρδιάς. Η αγάπη είναι η σκάλα που ανεβάζει όλα τα πράγματα, είναι βέβαιο – και η έλλειψή της είναι εκείνη που τα κατακρημνίζει. Και οι «Έξι ιστορίες για μικρούς σάτυρους», είναι ψυχολογικά δράματα για την αγάπη, την αναζήτηση και την απώλειά της αλλά και την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής να εξελιχθεί μέσω της αγάπης (γι’ αυτό αγαπάμε, από ανάγκη να γίνουμε καλύτεροι). Η εξαιρετική γραφή της Ειρήνης Μαντά, τα αποδίδει με δύναμη και συναίσθημα, πρωτοτυπία και ανατρεπτική ματιά, και κυρίως με τη δική της αγάπη γι’ αυτό που κάνει.