Μια σκληρή εκδοχή του μέλλοντος της ανθρωπότητας

Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που πρέπει να έχει στο μυαλό του ο αναγνώστης του μυθιστορήματος της Αργεντινής Αγκουστίνα Μπαστερρίκα. Πρώτον, το βιβλίο είναι προγενέστερο της πανδημίας του κορονοϊού (είναι γραμμένο το 2017), συνεπώς ο βασικός προβληματισμός της συγγραφέως πηγάζει από την ουσιαστική αγωνία της για το μέλλον και δεν σχετίζεται με την κατάσταση που βίωσε ο πλανήτης τα τελευταία χρόνια. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά σκληρό μυθιστόρημα, με ωμές περιγραφές που πιθανόν να ταράξουν ορισμένους αναγνώστες.

Ένας θανατηφόρος ιός έχει προσβάλει τα ζώα και έχει οδηγήσει στη λήψη δραστικών μέτρων: όλα τα ζώα, από τα άγρια μέχρι το πιο μικρό κατοικίδιο, έχουν θανατωθεί για να προστατευτεί ο ανθρώπινος πληθυσμός. Για να αντιμετωπιστεί η παγκόσμια έλλειψη κρέατος, οι κυβερνήσεις προχωρούν σε μία δραστική απόφαση: νομιμοποιούν την εκτροφή, την αναπαραγωγή, τη σφαγή, την επεξεργασία και την κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Μάρκος Τέχο, είναι γενικός υπεύθυνος μιας μονάδας επεξεργασίας κρέατος. Είναι ένας λιγομίλητος και υπεύθυνος υπάλληλος, ο οποίος βιώνει μια δύσκολη οικογενειακή κατάσταση, αφού μόλις έχασε το αγοράκι του, ενώ η σύζυγός του έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για να μπορέσει να συνέλθει από την απώλεια. Μια μέρα, ο Μάρκος δέχεται ως δώρο μια γυναίκα εκτροφής για κατανάλωση και αρχίζει να παραβιάζει νόμους που ο ίδιος είχε βοηθήσει να θεσπιστούν για να διατηρηθεί η ισορροπία της κοινωνίας.

Ωστόσο η ισορροπία έχει ήδη διαταραχθεί από τη στιγμή που ο ανθρώπινος πληθυσμός χωρίζεται σε ανθρώπους που καταναλώνουν και σε αυτούς που καταναλώνονται. Δεν πρέπει, όμως, κάποιος να σκεφτεί ότι η Μπαστερρίκα γράφει ένα μυθιστόρημα υπέρ της χορτοφαγίας (αν και η ωμότητα ορισμένων σκηνών θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον σε αυτήν). Η αλληγορία της καταδικάζει την ευκολία με την οποία οι κοινωνίες δύνανται να αποδεχτούν την κατάργηση ακόμα και του ισχυρότερου ταμπού, του κανιβαλισμού, ενώ ταυτόχρονα θεσπίζουν νόμους για την «προστασία» των εκτρεφόμενων ανθρώπων. «Η δουλεία είναι βαρβαρότητα» (σ. 60), διαλαλούν οι εφημερίδες και το μέγεθος της υποκρισίας γίνεται ολοφάνερο.

Ο Μάρκος αντιλαμβάνεται τη φαυλότητα αυτής της κατάστασης. Παρά την επαγγελματική του ιδιότητα, έχει σταματήσει να καταναλώνει κρέας και δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να δει τους εκτρεφόμενους ανθρώπους ως μελλοντικά σφάγια. Ακόμα και αυτός, όμως, βρίσκεται εγκλωβισμένος στη δίνη της καθημερινότητας και των προβλημάτων της. Με ψυχραιμία εκτελεί τις εργασιακές του υποχρεώσεις, αλλά αυτήν του την ψυχραιμία (ίσως και ψυχρότητα/αποστασιοποίηση σε ορισμένα σημεία) τη χάνει κάθε φορά που σκέφτεται το νεκρό μωρό του ή τον ετοιμοθάνατο πατέρα του: το ατομικό ξεπερνά σε σημασία το συλλογικό ακόμα και στις περιπτώσεις των πιο συνειδητοποιημένων ατόμων. Η γυναίκα εκτροφής που θα του δοθεί δοκιμάζει τις αξίες του, την αντοχή του και θα οδηγήσει σε μια απρόσμενη εξέλιξη και σε μια από τις δυνατότερες καταληκτικές σκηνές σε μυθιστόρημα.

Το «Εξαίσιο πτώμα» είναι ένα μυθιστόρημα που εσκεμμένα προκαλεί, ωθεί τον αναγνώστη να εξετάσει τα όρια της ηθικής, την υποκρισία, τη σκληρότητα και όλα όσα καθορίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες σε στιγμές κρίσης. Η συγγραφέας δεν θέλει να «χαϊδέψει», θέλει να μας σοκάρει, να μας προβληματίσει, να μας ξυπνήσει.