Κατά την περίοδο της Κατοχής, ενώ το πλήθος των Ελλήνων υπέφερε ποικιλοτρόπως επειδή εκδήλωνε το πατριωτικό του καθήκον, υπήρξαν άλλοι συμπατριώτες οι οποίοι, από διάφορες κυβερνητικές θέσεις, εκθείαζαν και εξυπηρετούσαν με διάφορους τρόπους τους κατακτητές.

Η δημιουργία των πρώτων Ταγμάτων Ασφαλείας συμπίπτει χρονικά με την περίοδο κατά την οποία άρχισε η ανελέητη σύγκρουση Ελλήνων εναντίον Ελλήνων, είτε υπό ξεκάθαρα εμφύλια μορφή –π.χ. συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τον Ελληνικό Στρατό στη νότια Πελοπόννησο από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο του 1943– είτε υπό τη μορφή αντικατοχικού πολέμου. Στην περίπτωση του αντικατοχικού πολέμου, από τη μια πλευρά έχουμε τα Τάγματα Ασφαλείας, την ειδική Ασφάλεια (στην πρωτεύουσα), αλλά και πλήθος φιλοαξονικών-εθνικοσοσιαλιστικών καθώς και κάποιων μικρών εθνικιστικών οργανώσεων˙ πλάι τους και τους ναζί. Και από την άλλη βρίσκεται κατά βάση ο ΕΛΑΣ, αποφασισμένος να περιφρουρήσει έστω και με τη βία τον αγώνα του (εθνικό και πολιτικό), έχοντας σε πρώτη γραμμή –στον αστικό βασικά χώρο– το ακραίο του όργανο, την Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ).

Ο Γιάννης Πριόβολος –αντιστράτηγος ε. α.– ερεύνησε με σχολαστικότητα και αναδεικνύει τεκμηριωμένα μια σκοτεινή και επιμελώς κρυμμένη περιοχή της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, στην περίοδο της τρίτης κατοχικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό και υπουργό Εθνικής Αμύνης τον Ιωάννη Ράλλη (1943-1944). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διαδραματίστηκε ο κατοχικός Εμφύλιος –παράλληλα με τον αντικατοχικό πόλεμο–, ως προοίμιο του άλλου Εμφυλίου, εκείνου που δεν άργησε να ακολουθήσει (Δεκεμβριανά 1944 και περίοδος 1946-1949). Πρόκειται για την εποχή που η αναμφισβήτητη εθνική-αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συνδυάστηκε με τάσεις στρατιωτικού ηγεμονισμού. Ταυτόχρονα είναι και η εποχή που το αντικομμουνιστικό πάθος ορισμένων (αυτοαποκαλουμένων «εθνικιστών») τους οδήγησε στο σημείο να μη διστάζουν να συνεργαστούν με τους κατακτητές ή να καταταγούν στα αντικομμουνιστικά τμήματα (Τάγματα Ασφαλείας, τρομοκρατικές ομάδες Ειδικής Ασφάλειας κτλ.) που όπλιζαν οι τελευταίοι για δικό τους όφελος.

Το πολύ ενδιαφέρον και άκρως αποκαλυπτικό βιβλίο συγκροτήθηκε μέσα από τη σύνθεση πλήθους αρχειακών τεκμηρίων που ανασύρθηκαν από την αφάνεια της Υπηρεσίας Στρατιωτικών Αρχείων (ΥΣΑ), αλλά και άλλων αρχείων (ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΣΚΙ, ΕΛΙΑ, Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, ΓΑΚ), σε συνδυασμό με άλλες, αδημοσίευτες ή δημοσιευμένες, γραπτές πηγές. Σε αυτά τα στοιχεία πρέπει να προστεθούν και οι αναμνήσεις που συγκέντρωσε ο συγγραφέας τα τελευταία τριάντα χρόνια, συζητώντας με δεκάδες ανθρώπους (ιδιώτες και πρώην αξιωματικούς) που έζησαν τα χρόνια της Κατοχής. Με βάση το υλικό αυτό επιχειρείται μια διείσδυση στον σχεδόν άγνωστο σήμερα κόσμο των Ταγμάτων Ασφαλείας και σχηματίζεται μια σαφής εικόνα σχετικά με την «ποιότητα» των στελεχών που τα συγκροτούσαν.

Ο Γιάννης Πριόβολος με αντικειμενικότητα και χωρίς να θίγεται η μνήμη κάποιων, αναδεικνύει τις διάφορες ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες συγκεκριμένων ατόμων που είχαν φροντίσει να κρύψουν επιμελώς ή έστω να αποσιωπήσουν με διακριτικότητα – αν δεν είχαν τη δυνατότητα να τα εξοβελίσουν εντελώς από τη δημόσια μνήμη, με κύριο όπλο τους βασικά τη λογοκρισία αλλά και την αυτολογοκρισία.