«Παίρνω το σκαλωτό λιθόστρωτο. Μπορώ να χαράξω πορείες. Να τραβήξω γραμμές στο χάρτη, να τις μελετήσω στη φύση, Να ονομάσω τα πετρώματα, να προσδιορίσω τις ηλικίες τους, να περιγράψω τις διαδικασίες απόθεσής τους. Συχνά βρίσκομαι μπροστά σε κώδικες, σε κρυμμένα ρολόγια. Την έχω μάθει τη γλώσσα της Γης. Δεν ανοίγω το χάρτη, δεν χαράσσω πορεία. Περπατάω άπραγη κοιτάζοντας τα βήματά μου. Η ανέμη γυρίζει από κεκτημένη ταχύτητα. Η κλωστή ξετυλίγεται ανακατεύοντας συστήματα που μπορούσαν να ανοίξουν πόρτες στο Λαβύρινθο. Κάθε άνοιγμα άλλη διαδρομή. Κάθε ζηλωτής ο δημιουργός που ονόμαζε. Και κάθε τόσο, η επικεντρωμένη δέσμη φώτιζε ένα ακόμη μέρος από το σκοτάδι. Εκεί, ανάμεσα σε κλειστές και ανοιχτές πόρτες ήταν, που θαύμασα και τρόμαξα» (σελ. 32).

Διάλεξα αυτό το κομμάτι ως motto, γιατί η Φούλη Μελανίτου, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958, σπούδασε γεωλογία και κινηματογράφο, γράφει σενάρια και σκηνοθετεί κυρίως ντοκιμαντέρ, αποκαλύπτει σε αυτό το πρώτο της βιβλίο μια ποιητική πρόζα εξόχως μοντερνιστική. Ελεύθεροι συνειρμοί, ιμπρεσιονιστική έκφραση. Θα έλεγα ότι η πεζογραφία της προσομοιάζει σε υδατογραφία (κοινώς ακουαρέλα). Έχει την ίδια αφαιρετικότητα και τη σκιαγράφηση του ουσιώδους (ή μήπως θα έπρεπε να πω “στοιχειώδους”;). Κρυπτογραφημένοι συμβολισμοί (όπως στη σελ. 23), αφήγηση υπαινικτική, ανοικτή στις ερμηνείες του συνδημιουργού αναγνώστη.

Η Φούλη Μελανίτου είναι ερωτευμένη με τον πλανήτη Γαία. Τα πετρώματα πρωταγωνιστούν. Τα συναισθήματα απολιθωμένα. Το άτομο διαθλάται στον καθρέφτη της γης.

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής που εναλλάσσεται κάπως απότομα με την πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, που είναι όπως και η συγγραφέας γεωλόγος, μεταφέρει την κάμερα από τα κοντινά πλάνα στα πανοραμικά κι από τα traveling στα μαγευτικά πετρώματα σε εσωτερικά τοπία ερημώδους υφής και μοναχικής συστάσεως. Δεν είναι τυχαίο που ένα περιστατικό αυτής της μάλλον χειμαρρώδους, αλλά λακωνικής μολαταύτα, αφήγησης εκτυλίσσεται σε ένα μοναστήρι. «Η μέρα χαράζει παράλληλα με τον όρθρο. Στο εκκλησάκι της μονής οι καλόγεροι ψέλνουν την πρωινή τους προσευχή. Τα πρόσωπά τους κλειδωμένα. Οχυρωμένοι στο φρούριο προστατεύονται από το άγγιγμα που κυκλοφορεί εκεί έξω. Ανυπομονώ να τελειώνω με το ακατάληπτο μουρμουρητό της λειτουργίας. Σε λίγο ακολουθώ τον Συμεών προς την έξοδο. Βγαίνω εκεί έξω» (σελ. 31).

Φράσεις που μπορούν να απομονωθούν και να σταθούν ως αυτόνομες ποιητικές παρεκβάσεις σε ένα χωρόχρονο υπερβατικό, έξω από τις γνωστές τρεις διαστάσεις. Όπως στη σελ. 20: «Αρπάζει τη ζωή να την πάει γρήγορα παρά κάτω μην τυχόν και κολλήσει στην αδράνεια της θλίψης».

Προς το τέλος επιτυγχάνεται –διά της λογοτεχνίας– μια αποφόρτιση του υποσυνειδήτου, συμφιλίωση με το τέρας μέσα μας: «Τον μίτο θα τον στόλιζε, λέει, στην πιο φωτεινή γωνιά του Λαβύρινθου. Ο μινώταυρος χόρτασε, μπορούσε τώρα να παίζει μαζί του» (σελ. 97).

Η επιστημονική κατάρτιση της συγγραφέως δεν μπορεί βεβαίως να αποκοπεί από το λογοτεχνικό της έργο. Έτσι, παραθέτει σχολαστικές παραπομπές σε ρήσεις διάσημων διανοητών που επιλέγει να χρησιμοποιήσει για να εμπλουτίσει το κείμενο.