Όταν έχεις διανύσει εννέα δεκαετίες ζωής, εναργής πνευματικώς μέχρι το τέλος, έχεις κάθε δικαίωμα «να πεις τα λιγοστά σου λόγια – γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά», όπως θα έλεγε ένας άλλος νομπελίστας, ο Γιώργος Σεφέρης. Το ποιητικό ον είναι το «άλας της γης». Είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Είναι η Α-λήθεια στον κόσμο της Λήθης. Είναι το φωτεινό αστέρι του Αποσπερίτη και η ελπίδα του Αυγερινού στο βαθύ σκότος της μαύρης ύλης, της σκοτεινής ενέργειας που μας περιβάλλει, ειδικά σε κρίσιμους καιρούς. Και πότε οι καιροί δεν ήταν κρίσιμοι;

Ο κορυφαίος Πολωνός λογοτέχνης, φιλόλογος και λόγιος, που τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1980, έζησε στη Λιθουανία τού Μεσοπόλεμου, βίωσε τη ναζιστική κατοχή, υπηρέτησε ως διπλωμάτης της Λαϊκής Δημοκρατίας στις ΗΠΑ και στη Γαλλία, μέχρι το 1951 που διαφώνησε με το φιλοσοβιετικό καθεστώς, παραιτήθηκε κι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Από το 1960 έως το 1993 έζησε στην Αμερική, συμμετέχοντας ενεργά στην ακαδημαϊκή ζωή ως διακεκριμένος εκπρόσωπος των πολωνικών και σλαβικών γραμμάτων. Μετά τη βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία, το έργο του που ήταν μέχρι τότε απαγορευμένο στην Πολωνία αναγνωρίστηκε επιτέλους. Το 1993 ξαναγύρισε στην Κρακοβία, όπου έζησε διαρκώς δραστήριος τα τελευταία δέκα χρόνια της επίγειας ζωής του.

Τα «Έσχατα Ποιήματα» γράφτηκαν στην ύστατη τριετία κι αποτελούν ένα είδος πνευματικής διαθήκης, το ίχνος ενός σοφού γέροντα που κοιτάζει πλέον το ποτάμι του Ηράκλειτου απέξω, έχοντας φτάσει ήδη στο Δέλτα του Νείλου κι ετοιμάζεται να αποπλεύσει στην ανοικτή θάλασσα της Ελευθερίας.

Είναι σημαντική η ειλικρίνεια στην εξομολογητική του διάθεση, απόηχος ενός λαού όπου η καθολική θρησκεία έχει ριζώσει βαθιά στο θυμικό του. Στέκομαι στο ποίημα «Ντρέπομαι» (σελ. 31), που με συντάραξε με τη σχεδόν καβαφική λακωνικότητά του:   Ντρέπομαι να γράφω ποιήματα

                                    άσεμνη απασχόληση

                                    να κολακεύω τον αναγνώστη

                                    μέχρι να πει ότι το ποίημα είναι καλό.

 

                                    Θα προτιμούσα να μιλήσω

                                    με άλλα λόγια

                                    ώστε κανείς ενσυνείδητος

                                    να μην επιθυμεί να με ακούει.

Κάθε επαρκής ποιητής έχει γνώσιν των ορίων του γλωσσικού κώδικα. Η καθημερινή λαλιά είναι εξ ορισμού αλλοτριωτική κι απομυθοποιητική. Ένας λογοτέχνης που διαλέγει να μιλήσει απευθείας στον αναγνώστη κοινωνώντας ένα νόημα, έχει να αντιπαλέψει (αντίθετα από τον μουσικό και τον ζωγράφο) με το τετριμμένο των λέξεων και την κατάχρηση (έως υποβαθμίσεως) των εννοιών. Πρέπει να ακολουθήσει συγκεκριμένους «δρόμους», να εκμεταλλευτεί πεπατημένα μοτίβα, να διασχίσει εσκεμμένως τα εσκαμμένα προκειμένου να μην χάσει στη διαδρομή τη συνδημιουργό δύναμη του επαρκούς αναγνώστη του. Η ποίηση μετά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα έχει χαθεί στον δυσνόητο χώρο της ατομοκεντρικότητας ή στην εκλαΐκευση κοινότοπων αισθημάτων. Ακόμα κι η κατά τεκμήριον ακριβόλογη πεζογραφία ερωτοτροπεί συχνά με την απώλεια των ορίων μεταξύ νοησιαρχίας κι Α-λόγου. Ο Πολωνός νομπελίστας εκφράζει σε αυτό του το ποίημα την ανάγκη υπέρβασης των ορίων της λογοτεχνικής σύμβασης, ακριβώς όπως η Μαρία Κάλλας, απορούσε (σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της – μετά την απώλεια του θείου χαρίσματος) πώς είναι δυνατόν να μας ενδιαφέρει το μελοδραματικό μουσικό θέατρο σήμερα. Αυτό είναι απόδειξη του μεγαλείου αμφοτέρων κι ένδειξη της σοφίας τους.

Διαλέγω ένα άλλο, περισσότερο μυστικιστικό ποίημα από αυτή την πολύτιμη συλλογή για να διαλογισθώ (το άτιτλο ποίημα στη σελ. 33, με ημερομηνία 18η Νοεμβρίου 2002): Μην φανερώνεις τα απαγορευμένα. Να κρατάς τα μυστικά.

                                    Διότι τα φανερωμένα βλάπτουν τους ανθρώπους.

                                    Είναι σαν το στοιχειωμένο δωμάτιο στα παιδικά χρόνια

                                    Όπου δεν επιτρέπεται να ανοίγεις πόρτες.

                                    Και τι θα έβρισκα σ’ αυτό το δωμάτιο;

                                    Άλλο τότε, άλλο τώρα,

                                    Που είμαι μεγάλος και τόση ώρα περιγράφω

                                    ό,τι βλέπουν τα μάτια.

                                    Μέχρι που έμαθα ότι το πιο σωστό είναι

                                    να σωπαίνω.

Μετά την υπέρβαση των ορίων του γλωσσικού κώδικα, το ζητούμενο είναι η σιγή.

«Μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων» κατά την προτροπή του Ναζωραίου, «μη δώτε το άγιον τοις κυσί», «κι αν δεν μπορείς να κάνεις την ζωή σου όπως την θέλεις…» (κατά τον Καβάφη), είναι σοφότερο να αποσύρεσαι στη μοναξιά του στυλίτη που κρατάει την επικοινωνία με τον Θείο Σπινθήρα εντός του αποκλειστικώς και μόνον για τον εαυτό του. «Καθένας κερδίζει τον δικό του θάνατο και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή», όπως έγραψε ο Σεφέρης. Μπορείς να σηκώσεις τον σταυρό ενός άλλου στον ώμο σου για λίγο, μπορείς να του μεταλαμπαδεύσεις σοφά λόγια ή δοκιμασμένες ιδέες, μπορείς να τον συμβουλεύσεις, δεν μπορείς όμως να τον σώσεις, αν ο ίδιος δεν επιθυμεί να σωθεί. Η πρόθεση είναι σημαντικό βήμα για τη λύτρωση κι ο βραβευμένος Πολωνός λογοτέχνης Czeslaw Milosz καλώς γνωρίζει να κρατάει τη θύρα του αδύτου της ψυχής του ερμητικώς κλειστή, όσο κι αν τη μισανοίγει στα επόμενα ποιήματά του για να κληροδοτήσει την πείρα μιας ζωής στον αναγνώστη του. Ο ποιητής δεν είναι αποκρυφιστής – ακόμα κι όταν είναι. Αν έγραφε μόνον για τον εαυτό του και τους ορκισμένους σε σιωπή μαθητές του δεν θα άφηνε γραπτά ίχνη της πνευματικής του περιπέτειας. Είναι κατ’ εξοχήν εξωστρεφής κι εκδηλωτικός, εκθέτει κι εκτίθεται, ομολογεί και συν-ομολογεί, ενστερνίζεται το Άφατο και δίνει τόπο στο Άρρητο.

Το σωκρατικό πνεύμα αναβιώνει στο ποίημα με τον σαφέστατο τίτλο «Το δαιμόνιον» (κι εδώ αποκαλύπτεται η βαθιά ελληνική παιδεία του σημαντικού Πολωνού στοχαστή):

Ω δαιμόνιον, εδώ και δύο εβδομάδες δεν με επισκέπτεσαι

            Και γίνομαι όποιος θα ήμουν πάντα δίχως τη συμπαράστασή σου.

            Κοιτώ μες στον καθρέφτη και βρίσκω άχαρο το πρόσωπό μου,

            Η μνήμη ανοίγει κι εκεί φόβος μέγας είναι.

 

            Ταραγμένος και δυστυχισμένος άνθρωπος είμαι.

            Εντελώς αλλιώτικος θα μείνω στα ποιήματά μου.

            Θα ήθελα να προειδοποιήσω τους αναγνώστες, να τους ζητήσω

            συγγνώμη.

            Μα ούτε ξέρω να φτιάξω τούτο το παράπονο.

Οποία αποτελεσματικότης. Η ενσυνείδητη ενσυναίσθηση στο έπακρο. Ο έμπειρος πλέον δεξιοτέχνης του Λόγου εισάγει τον αναγνώστη στο Άδυτο κι ομολογεί ευθέως: «Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;». Δεν λέει όμως πουθενά «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Είναι πλέον αργά για τέτοιες δηλώσεις. Το έργο της συμβολικής σταύρωσης και της θυσίας τού «εγώ» στο «εμείς» έχει ήδη επιτευχθεί. Τώρα απομένει το «άδειο πουκάμισο» της Ελένης της Τροίας, η καβαφική ενδυμασία που αλλάζει ο πνευματικός άνθρωπος κάμνοντας σαν «ηθοποιός που μόλις η παράστασις τελειώσει αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται». Άκρα ταπείνωση του καταξιωμένου λογοτέχνη που ομολογεί δημόσια –έστω και ρητορικώς και για την οικονομία του κοινωνούμενου νοήματος– ότι αδυνατεί να συντάξει ένα απλό παράπονο. Ομολογεί κι αυτός, όπως ο Σωκράτης ότι «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» κι αυτή η στάση του είναι κατεξοχήν ελληνική, αλλά ουχί ελληνορωμαϊκή. Η ευρωπαϊκή πολιτισμική κληρονομιά που είναι εναργής σε όλο το έργο του Czeslaw Milosz εδώ καταδεικνύεται αμιγώς ελληνική και χριστιανική.

Θα κλείσω αυτό το κείμενο με το κατ’ εξοχήν ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό κι απομυθοποιητικώς ανα-μυθοποιητικό ποίημα αυτής της κομψής, ευσύνοπτης και σημαντικής δίγλωσσης συλλογής [λυπούμαι μόνο που δεν γνωρίζω την πλούσια πολωνική γλώσσα για να απολαύσω τη σοφία του στοχαστή στο πρωτότυπο – όμως, αν κρίνω από το ελληνικό ποιητικό αποτέλεσμα, θαρρώ πως οι μεταφραστές Πάβεου Κρούπκα και Γιώργος Πετρόπουλος έκαναν πραγματικά εξαίρετη δουλειά σε συνεργασία με τους ιδιαίτερα καλαίσθητους εκδότες Νίκο και Στέργιο Μπατσιούλα…].

Το ποίημα που με εκφράζει απόλυτα, και θα μπορούσα να είχα προσυπογράψει μαζί με τον Χριστιανόπουλο, τον Χρονά, ή κάθε άλλον εναργή, ειλικρινή κι εν-συναίσθητο ποιητή του καιρού μας που έχει πλήρη επίγνωσιν των ανθρώπινων ορίων του, είναι το αριστουργηματικό «Ο ενενηντάχρονος ποιητής υπογράφει τα βιβλία του»:

Πάντως από σας έχω επιβιώσει, ως εχθροί μου!

Πάνω στα ονόματά σας ευδοκιμεί τώρα το βρύο.

Ενώ λάβατε μέρος με ζήλο στο κυνήγι

Του προδότη και του απόβλητου. Το ηθικοποιητικό δράμa

διδάσκει

Ότι τελικά θα νικήσει το δίκιο.

Δηλαδή, όχι υποχρεωτικά. Μια καρδιά λίγο πιο αδύνατη,

Κάπως ολιγότερον ανθεκτική, και ήδη ψάλλουν οι αυλοί

Πάνω απ’ το καημένο λαγουδάκι ή το αρκούδι.

Αυτός ο θρίαμβος δεν με κάνει περήφανο.

Απλώς είναι ένα από τα θαύματα

Όπως εκείνα που με είχαν γλυτώσει

Από το στρατόπεδο του Άουσβιτς ή (υπάρχουν στοιχεία)

Από άλλα στρατόπεδα κάπου στη Βορκούτα.

Δεν βλέπω εδώ πέρα καμιά αξία μου.

Η θεία πρόνοια προστατεύει τους βλάκες και τους καλλιτέχνες,

Όπως είπε κάποιος. Σαν μια αποζημίωση

Αφού είμαστε μόνο ένα παιχνίδι

Των μυστικών δυνάμεων, αγνώστων σε όλους,

Και έχουμε μειωμένη τη λογική.

 

Έχω υπηρετήσει πιστά την πολωνική γλώσσα.

Ανάμεσα σε πολλές γλώσσες είναι για μένα η μοναδική,

Και με καλεί, με διατάζει να την τιμώ,

Διότι την ομιλούν πολλοί πιθηκάνθρωποι,

Οι οποίοι, δεν το κρύβω, μου προκαλούν αηδία,

Μα επίσης πολλά όντα τόσο καλά και άχραντα,

Που οι προσευχές τους θα ’πρεπε ν’ αλλάξουν τον κόσμο.

Τότε η πολωνική είναι μια υποχρέωση,

Και για μερικούς ένα πάθος. Δεν θα την άλλαζα

Για τ’ αριστουργήματα των σοφότερων χωρών.

 

Είχατε αρκετό δίκιο, ω εχθροί μου,

Που καταλάβατε τις αρχοντικές ψευδαισθήσεις του αλήτη:

Περηφανευόταν, έκανε σε όλους κριτική,

Αντί να ζει μαζί μας, προχωρούσε κατ’ ευθείαν στο στόχο του,

Στη δόξα του, απομονωμένος από την αλαζονεία.

 

Ναι, όντως έχω γράψει ένα έργο.

Αυτό σημαίνει ότι είμαι ενήμερος,

Πόσο επικίνδυνο είναι το θέμα για την ψυχή.

Αρκεί να εξεταστούν μερικά βιογραφικά.

Οι συνομήλικοί μου: ο Αντζεγιέφσκι, ο Γιέζι,

Ή ο συμπατριώτης μου από το ποτάμι Νιέβαζ

Ο κύριος Βίτολντ Γκόμπρης, δεν ήσαν άχραντοι.

Λοιπόν, όταν το σκέπτομαι, τα πρόσωπά τους,

Τις ιδεοληψίες τους και τα ύπουλα τεχνάσματά τους,

Το φοβερό τους “εγώ”, την ατυχία,

Νιώθω συμπάθεια μα ταυτόχρονα φόβο

Να είμαι ίσως κι εγώ σαν αυτούς,

Να έχω παίξει τον δρυ ενώ ήμουν νεκρό και σάπιο δέντρο;

Τι χάλι. Μα συχωρεμένο.

Διότι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους

Μάταια νοσταλγώντας το μεγαλείο των προφητών.

Τώρα, στα γεράματά μου, είμαι απέναντι στους μάρτυρες

Οι οποίοι στους ζωντανούς είναι πλέον αόρατοι,

Ομιλώ μαζί τους, τους καλώ με τα ονόματά τους,

Ενώ το χέρι μου υπογράφει τα βιβλία.