Η Martha Nussbaum θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές φιλοσόφους διεθνώς, με την κύρια συμβολή του έργου της να επικεντρώνεται στο πώς η λογοτεχνία μπορεί να συμβάλει σε μια καλύτερη διερεύνηση της ηθικής φιλοσοφίας, εμπλουτίζοντας τις απαντήσεις μας στο ερώτημα «πώς πρέπει να ζει κανείς».

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για την λογοτεχνία ξεκίνησε και για την ίδια από την εμπειρία της νεαρής αναγνώστριας που αγαπούσε τα μυθιστορήματα – «τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Σπινόζα, τον Καντ, αυτούς δεν τους ήξερα ακόμη. Ο Ντίκενς, η Τζέιν Όστεν, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Ντοστογέφσκυ, αυτοί ήταν οι φίλοι μου, οι σφαίρες του στοχασμού μου». Όταν αργότερα προχώρησε τις ακαδημαϊκές της σπουδές, σκέφτηκε πως στην πραγματικότητα ένα ευνοϊκό πεδίο για να διατυπώσει και να εξετάσει κανείς φιλοσοφικά ζητήματα δεν είναι τα ψυχρά θεωρητικά κείμενα αλλά τα λογοτεχνικά έργα. Έτσι, θέλησε να πραγματευτεί τα θέματα αυτά μέσα από κείμενα που παρουσίαζαν συγκεκριμένους βίους και αφηγούνταν μια ιστορία, και με τρόπους που ν’ ανταποκρίνονται στα λογοτεχνικά γνωρίσματα.

Εντυπωσιασμένη από το πόσο πρωτότυπη θεωρούνταν μια τέτοια ιδέα στα ακαδημαϊκά πλαίσια, βρήκε το πρώτο της στήριγμα στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκεί όπου  σήμερα ο Αριστοτέλης συγκαταλέγεται στη φιλοσοφική παιδεία, όχι όμως και ο Σοφοκλής. Ωστόσο για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχαν δύο χωριστά σύνολα ερωτημάτων, τα αισθητικά και τα φιλοσοφικά, για τα οποία έγραφαν συνάδελφοι αποκομμένοι μεταξύ τους. Τόσο η επική ή δραματική ποίηση όσο και η φιλοσοφική έρευνα πλαισιώνονταν από ένα κοινό ερώτημα: πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος; Το αρχαίο δράμα, με τα δικά του μορφικά στοιχεία, ήταν ταυτόχρονα μια κορυφαία φιλοσοφική-ηθική διερεύνηση. Ακόμη και η «αρχαία διαμάχη ποιητών και φιλοσόφων», που εγκαινιάζει αργότερα ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» του, μπορεί να ονομαστεί διαμάχη επειδή αφορούσε ένα και μόνο θέμα: το θέμα της ανθρώπινης ζωής και πώς να την ζει κανείς.

Μια τέτοια, λοιπόν, προσέγγιση αναγνωρίζει καταρχήν τον περιορισμό της φιλοσοφικής πρόζας, που διαθέτει ένα ύφος ψυχρό και επίπεδο, ορθολογικά αναγωγικό και χωρίς εκπλήξεις, ενώ τονίζει τον πλούτο της λογοτεχνικής μορφής, που είναι πιο πολύπλοκη και υπαινικτική, με συναισθηματική απήχηση, με πλοκή που μας απορροφά, εκφράζοντας την ποικιλότητα και την αντίφαση της ανθρώπινης ζωής, πετυχαίνοντας την ίδια στιγμή να καθιστά τον αναγνώστη σύμμαχο και φίλο της.

Επίσης, αλλάζει το βλέμμα μας προς τα σύγχρονα λογοτεχνικά έργα, καθώς επιτρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε νέα ή μάλλον ξεχασμένα ερωτήματα. Οι διάφορων ειδών συγγραφείς, ζητώντας από εμάς να ταυτιζόμαστε με την αίσθηση ζωής που εκφράζεται στα γραπτά τους και να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μιας σε αυτά, πού οδηγούν τους αναγνώστες τους και πώς τους εκθέτουν σε διάφορες μορφές ανθρώπινης εμπειρίας; Τι φαίνεται να λέει ή να δείχνει το «λογοτεχνικό περιεχόμενο» σχετικά με τον ανθρώπινο βίο, σχετικά με την γνώση, το συναίσθημα, την προσωπικότητα, το πώς να ζούμε; Πώς συνδέονται αυτοί οι ισχυρισμοί με εκείνους που γίνονται εντός και διά μέσου της μορφής του κειμένου; Η ίδια η αφήγηση (η επιλογή του γένους, των μορφικών δομών, των προτάσεων, του λεξιλογίου, όλου του τρόπου με τον οποίο αυτή απευθύνεται στην αίσθηση ζωής του αναγνώστη) με ποιον τρόπο εκφράζει μια αίσθηση ζωής, μια αίσθηση για το τι έχει και τι δεν έχει σημασία; Αυτό το δείγμα των ερωτήσεων προτείνεται από την Nussbaum ως ένας, επίσης, κατάλληλος τρόπος προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου αλλά κι ως ένας κατάλληλος χώρος αναζήτησης φιλοσοφικών ενδιαφερόντων.

Σύμφωνα με την Nussbaum, αν ο ηθικός μας βίος είναι μια ιστορία όπου το μυστήριο και το ρίσκο, το συναίσθημα και οι διαφορετικές ποιότητες των πραγμάτων, διαδραματίζουν κεντρικό και πολύτιμο ρόλο, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ευφυής καταγραφή αυτού του βίου είναι πιθανόν να απαιτεί τις ικανότητες και τις τεχνικές του αφηγητή ιστοριών. Ταυτόχρονα, δεν είναι μόνο η περιπέτεια των χαρακτήρων εντός του κειμένου αλλά και η περιπέτεια του αναγνώστη που περιλαμβάνει πολύτιμες πτυχές της ανθρώπινης ηθικής εμπειρίας, τις οποίες τα παραδοσιακά φιλοσοφικά κείμενα δεν μπορούν να αγγίξουν – «η ανάγκη μας να εμπλεκόμαστε στα λογοτεχνικά έργα, να αναπτύσσουμε μια οικειότητα μαζί τους, να τα διαβάσουμε σαν να πρόκειται για την ζωή, κομίζοντας στο κείμενο τις ελπίδες, τους φόβους και την σύγχυσή μας… επιτρέπει τελικά στο κείμενο να μεταδώσει μια ορισμένη δομή στην καρδιά μας».

Το «Έρωτος γνώση», όσο κι αν φαντάζει αρχικά ένα έργο εξειδικευμένο και πυκνό νοημάτων, τελικά αποτελεί μια σειρά καλογραμμένων, οξυδερκών και πρωτότυπων δοκιμίων, όπου με συγγραφική χάρη η κορυφαία Αμερικανίδα φιλόσοφος αναλύει έργα του Χένρυ Τζέιμς, του Μαρσέλ Προυστ και του Σάμιουελ Μπέκετ, αναδεικνύοντας πως τα λογοτεχνικά έργα αποτελούν πηγές διορατικών ιδεών και πρακτικής σημασίας, ικανά να γεννήσουν στον αναγνώστη ένα είδος ηθικής διεργασίας καταλληλότερης για την ζωή.