Του Θεού και των ανθρώπων

Ο Γιώργος Παναγιωτίδης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1965 και σπούδασε παιδαγωγικά. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και δημοσιεύει κριτικές επί σειρά ετών. Το «Ερώτων και αοράτων» (2007) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Ένας άνδρας ταξιδεύει με τρένο μέσα στη νύκτα και έχει απέναντί του μια μικρόσωμη, μαυροντυμένη γυναίκα μ’ένα βιβλίο στο χέρι, που η θλιμμένη όψη της τον κάνει να την ονομάσει Ερημιά. Η γυναίκα ακολουθεί τον Ιωάννη που έφυγε, όπως πιστεύει, με διαφορά μίας ημέρας για το ίδιο ταξίδι, αναζητώντας τους τρεις αγίους-αναχωρητές για τους οποίους γράφει το βιβλίο. Μαθαίνουμε στη συνέχεια πως ο άνδρας είναι παπάς και έρχεται ως απεσταλμένος («επιτετραμμένος») της επίσημης εκκλησίας στο ίδιο χωριό που είναι ο αρχικός προορισμός της 40άχρονης Ερημιάς, προκειμένου να ερευνήσει τις πληροφορίες για έναν σαλό-αναχωρητή και να διαπιστώσει αν είναι στ’ αλήθεια άγιος ή μήπως απατεώνας. Ο ρασοφόρος ξεκινά, έτσι, ένα ταξίδι μαζί με την Ερημιά στους τόπους απ΄όπου υποτίθεται πως πέρασε ο Ιωάννης. Στη διάρκειά του συναπαντιέται με έναν μονόφθαλμο γέρο («σύναξη δαίμονα και αγγέλου») και ακούει τις τρεις διηγήσεις («ιστορήσεις») του για το Θεό και τον άνθρωπο, ιστορίες «ερώτων και αοράτων», μέχρι να επέλθει η λύση του δράματος και να απαντηθεί η αιτία που τον ώθησε να κάνει αυτό το ταξίδι και είναι και ο λόγος ύπαρξης του βιβλίου, ενός βιβλίου που, χωρίς να σβήνεται, γράφεται από την αρχή, όπως η ζωή κάθε ανθρώπου πάνω στη γη.

Συνδυάζοντας ιδανικά, θα έλεγε κανείς, τα θεϊκά και τα ανθρώπινα, τη στέρεη πραγματικότητα και το φευγαλέο του ονείρου, της οπτασίας ή/και της παραίσθησης, ο Παναγιωτίδης γράφει ένα εσωτερικό, αλλά όχι δύσπεπτο, μυθιστόρημα για τη γέννηση, τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο που μαρτυρά την πάλη του ανθρώπου με τα ζωντανά, μέσα στον κόσμο, για την αναζήτηση νοήματος και το Θεό που, «αδιάφορος», τον βλέπει να τυραννιέται. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, αλλά είναι σαν να υπάρχει και δεύτερος αφηγητής, καθώς μέσα από τις ιστορήσεις του γέρου, που είναι ένας μακρόσυρτος, σχεδόν ασθμαίνων λόγος, προωθείται η πλοκή. Από το κείμενο απουσιάζουν παντελώς οι διάλογοι, δίχως αυτό να ενοχλεί. Η ωραία, ποιητική γλώσσα παρασέρνει τον αναγνώστη στο ρυθμό και τη μουσικότητά της. Ο κύκλος κλείνει εκεί όπου άρχισε και το ταξίδι συνεχίζεται και μετά την τελευταία σελίδα.