Σβήνει αυτή η ουλή;

ή

Είναι η τρίτη γενιά ένοχη;

Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ, βραβευμένος συγγραφέας των αστυνομικών μυθιστορημάτων «Ο γόρδιος φιόγκος», «Η εξαπάτηση του Ζελπ» αλλά και του παγκοσμίως γνωστού μυθιστορήματος, που έγινε βραβευμένη ταινία, «Διαβάζοντας στη Χάννα», γεννήθηκε το 1944 στο Μπίλεφελντ της Γερμανίας. Είναι  καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και δικαστής. Ζει και εργάζεται στη Βόννη και στο Βερολίνο.

Η συλλογή διηγημάτων «Ερωτικές αποδράσεις» ξεδιπλώνεται σιγά – σιγά, από την εποχή του ΄40 μέχρι σήμερα, σαν κινηματογραφικό σενάριο του Αλεξάντερ Πέιν.  Ήρωες Γερμανοί,  χωρίς όνομα, που αφήνουν έναν πίνακα ζωγραφικής να πρωταγωνιστήσει και να αφηγηθεί όχι μόνο την ιστορία τους αλλά και αυτή των διωγμών των Εβραίων και τις παράνομες μεθοδεύσεις για τη διάσωσή τους. Το Τείχος χωρίζει φιλίες και έρωτες, ένας χήρος αλληλογραφεί με τον άγνωστό του εραστή της γυναίκας του υπογράφοντας με το όνομά της, ένας αρχιτέκτονας μεγαλουργεί επαγγελματικά και ερωτικά σε δύο ημισφαίρια με το πάθος να τον καθοδηγεί, ένας Γερμανός θέλει να γίνει σαν Εβραίος, ένας άλλος Γερμανός αξιωματικός στον Καναδά θυμάται στις τελευταίες του στιγμές το γιο του, ενώ μια γυναίκα σε ένα βενζινάδικο είναι ένα όνειρο ετών του ήρωα, που  χρόνια μετά βρίσκει το βενζινάδικο τυχαία στο δρόμο του. Ωστόσο, ο έρωτας παρών, προδίδει και προδίδεται, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει σαν ρωγμή που αφήνει να μπει για λίγο το φως της ελευθερίας.

Οι ιστορίες στον πυρήνα τους κρύβουν σαν ερμηνευτικό κλειδί ένα μυστικό, το οποίο τους δίνει μια άλλη διάσταση. Εκτυλίσσονται σαν δικαστικές υποθέσεις μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, προσκομίζοντας συνεχώς νέα στοιχεία για να βγάλει την ετυμηγορία του, ενώ η συλλογική ενοχή και η απονομή δικαιοσύνης, που διαπερνά ακόμη τη γερμανική κοινωνία, είναι ο κύριος άξονας γύρω από τον οποίον περιστρέφονται.

Αρχικά η εκδίκηση, ο χαφιεδισμός και η ενοχοποίηση δεν λείπουν ακόμα και από τις πιο στενές σχέσεις, μόνο τα κίνητρα αλλάζουν. Μοιάζει οι ήρωες να κουβαλούν μέσα τους συμπεριφορές του παρελθόντος που το κράτος με τις τακτικές του εξακολουθεί να  επιβάλλει, χωρίς να σέβεται ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς να υπάρχουν απόρρητα προσωπικά δεδομένα.. Θέλει [το κράτος] να τα ξέρει όλα.  Σταδιακά η Γερμανία εξελίσσεται, αναπτύσσεται, μεταναστεύει, εργάζεται, θριαμβεύει, ερωτεύεται, ζει  και στο άλλο ημισφαίριο, διατηρώντας επάνω της μια βαθειά ουλή – το σημάδι του Ολοκαυτώματος.  Η γερμανική υπηκοότητα στο υποσυνείδητο των άλλων γεννά δεύτερες σκέψεις. Οι έννοιες του φασίστα, του ναζιστή και του εγκληματία πολέμου επανέρχονται πολλές φορές στο βιβλίο και ο συγγραφέας ενδύεται το ρόλο του κατηγόρου, του συνηγόρου και άλλοτε πάλι του διαμεσολαβητή  και προσπαθεί να απενοχοποιήσει τη σημερινή Γερμανία για τον τότε  ναζισμό.

Τονίζει πως πρέπει να θυμόμαστε το παρελθόν σαν απότιση σεβασμού προς τα θύματα και για να μην επαναληφθεί, ενώ οι ενοχές του παρελθόντος βαρύνουν τους πατεράδες και τους γιους, όχι την τρίτη γενιά, δηλ. τους εγγονούς. Εντοπίζει το σημερινό κοινωνικό φαινόμενο των εφήβων αντιναζιστών που εκδηλώνονται με βία στους δρόμους,  μπουχτισμένοι από την επεξεργασία του παρελθόντος, κοινωνικό φαινόμενο το οποίο έχει εκδηλωθεί ακόμη και εδώ.

Σήμερα ο ίδιος ρατσισμός που εντοπίζεται στις σχέσεις των Γερμανών προς τους Εβραίους, εντοπίζεται και από τους Εβραίους προς τους Γερμανούς. Οι διαμάχες και τα υπολείμματα των αντιθέσεων μεταξύ της εβραϊκής και της γερμανικής κουλτούρας υπάρχουν στις εναπομείνασες καθημερινές  εκφράσεις, με αποτέλεσμα οι ήρωες να βρίσκονται συνεχώς μέσα στις εθνικές ενοχές, στους προσωπικούς συμβιβασμούς και στις ήττες ή τις φαντασιώσεις των ονείρων τους. Μοιάζει το «τώρα» να μην το ζουν ποτέ.  Ενώ ο έρωτας με τη στοργή, τη συντροφικότητα και την οικειότητα, που μόνο αυτός φέρνει, επουλώνει τραύματα που δημιούργησε το παρελθόν. Συχνά, όμως, εμφανίζεται ανεπαρκής διότι οι ρίζες του παρελθόντος απλώνονται μέχρι σήμερα, αποκαλύπτοντας πως το εθνικό σενάριο ζωής στα μάτια των άλλων είναι ισχυρότερο του προσωπικού, στιγματίζοντας και τις νεότερες γενιές.

Μπορεί ένας λαός να κρύψει την ιστορία του, να κρύψει τις πληγές του; Εξιλεώνεσαι στα θύματα και στην κοινή γνώμη στήνοντας ένα μνημείο;

Οι «Ερωτικές αποδράσεις» είναι  ιστορίες με εσωτερικότητα και έναν απέραντο ορίζοντα γνώσεων, με τη Θέμιδα να κραδαίνει τη σπάθα της σε όλες τις σελίδες. Οι εμβόλιμες αναφορές για τη ζωγραφική  και τη μουσική απογειώνουν το κείμενο προσφέροντας μια επιπλέον απόλαυση στον αναγνώστη. Ο τρόπος που περιγράφει ο συγγραφέας το Βερολίνο δείχνει πόσο πολύ αγαπά αυτήν την πόλη, πόσο πολύ αγαπά την πατρίδα του, την οποία υπερασπίζεται/κατηγορεί με κάθε νόμο και κάθε λογική, θέτοντας παράλληλα και ένα όριο: «Φτάνει. Η ενοχή μέχρι εμάς».  Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ είναι συγγραφέας για απαιτητικούς αναγνώστες που ανεβάζει τη σκέψη ψηλά, εκεί που μόνο η καλή λογοτεχνία μπορεί.

Η επιτυχής μετάφραση του Ιάκωβου Κοπερτί  αναδεικνύει την ατμόσφαιρα του βιβλίου δίνοντάς του μια επιπλέον αξία.