H γνωριμία μου με τη γραφή του Αύγουστου Κορτώ έγινε με «Το βιβλίο της Κατερίνας» το οποίο αποτέλεσε το έναυσμα της αναζήτησης και των υπόλοιπων βιβλίων του συγγραφέα. Με κύριο χαρακτηριστικό ένα καυστικό, αυτοσαρκαστικό χιούμορ συνδυασμένο με διακειμενικές αναφορές τις οποίες προσεγγίζει με τον πιο ευρηματικό και πρωτότυπο τρόπο που έχω εντοπίσει σε αναγνώσματα και συνάμα με τη σπιρτάδα της ελληνικής επαρχίας που συνεχίζει να κοντράρει την ισοπέδωση και την κυριαρχία μιας άνοστης σκέψης επιβεβλημένης απ’ τους ρυθμούς της μεγαλούπολης, ο Κορτώ αποτελεί μια περίπτωση δημιουργού ξένη εντελώς με καλούπια. Για την ακρίβεια, δεν νομίζω πως υπάρχει καλούπι που μπορεί να μιμηθεί το σχήμα του ούτε μέγεθος καλουπιού που να τον χωράει.

Γιατί ο Κορτώ προτάσσοντας ως πρώτη ύλη της γραφής του την προσωπική του αλήθεια την οποία άλλοτε αντικρίζει μέσα απ’ τον παραμορφωτικό καθρέφτη της αυτοσάτιρας και άλλοτε καταθέτοντάς την ατόφια, με όλη την ειλικρίνεια, την τραγικότητα και την οδύνη που προκαλεί το στρίψιμο του μαχαιριού στην πληγή, αποδεικνύει μια λογοτεχνική φλέβα που παραδόξως λειτουργεί με αυτό που άλλοι δημιουργοί  αποφεύγουν μετά βδελυγμίας σε πρώτο πρόσωπο να αποκαλύψουν: αδυναμίες, πάθη, λάθη, ενοχές, σκέψεις ανομολόγητες που καθένας φροντίζει να τις κρατάει επτασφράγιστες μέσα του. Ο Κορτώ τολμά να βγάλει τα πάντα προς τα έξω και μάλιστα να τα καταθέσει εγγράφως και ενυπογράφως  με εξαιρετική παρρησία εκπληρώνοντας έναν από τους λόγους ύπαρξης της λογοτεχνίας: να αναμετρηθεί με ό,τι ίσως τον τρομάζει και να βάλει σε τάξη το άναρχο χάος της ψυχής ή της ζωής του.

Αποφεύγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον θώκο της μυθοποίησης του δημιουργού, θα αναφέρει κάπου απροκάλυπτα προκαλώντας σκέψη και θυμηδία: «ακολουθεί συζήτηση καθηλωτική (κοινώς που για να την παρακολουθήσεις πρέπει να είσαι καθηλωμένος με λουριά) ώσπου κάποια στιγμή, καθώς έχω κατεβάσει τρία τζιν σκέτα για να υπομείνω το δίδυμο σαρκικός πόνος-παπαρολογία προς καλοπροαίρετη νεολαία που σε κοιτάει σαν τη σοφή κουκουβάγια διότι δεν υποψιάζεται τι απροσάρμοστο νούμερο είσαι κατά βάθος…»

Όμως όχι, θα αδικούσα το βιβλίο αν παρουσίαζα το θεματικό του σύμπαν να περιστρέφεται μόνο γύρω από το τσαλακωμένο έστω εγώ του Κορτώ. Κάθε άλλο. Το βιβλίο μοιάζει να υπηρετεί την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι αλλά καθόλου δεν είναι έτσι τα πράγματα. Πίσω από τον αυτοσαρκασμό του συγγραφέα για τα παραπανίσια κιλά του, για τις συνέπειες που του προκάλεσαν, για τους επικούς αγώνες του να αποκτήσει μια ευειδή εικόνα, πίσω από τις ηρωικές του προσπάθειες να νικήσει το θεριό της ζυγαριάς, ο Κορτώ καταφέρνει να σκιαγραφήσει το πορτρέτο της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας ενσωματώνοντας σε αυτό όλα τα δεινά της σύγχρονης ελληνικής νοοτροπίας, από τον νεοπλουτισμό κα την υπερκατανάλωση έως την καλοπέραση και την επιδειξιομανία μιας φτωχολογιάς που προσπαθεί να μιμηθεί τις παχυλές τσέπες των εν τοις πράγμασι εχόντων και κατεχόντων, με ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς και διαμένοντας σε ξενοδοχεία με τιμές δυσθεώρητου ύψους και λουκούλλειες πανάκριβες γαστριμαργικές απολαύσεις.

Όπως ομολογεί και ο ίδιος στο επίμετρο του βιβλίου, τα κεφάλαια δεν είναι παρά κατά κάποιον τρόπο αυτόνομα διηγήματα, γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές τα οποία όμως μπόρεσε να τα ζέψει στο άρμα της ενιαίας ιδέας καταγραφής των παθών του και να τα εντάξει στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της σύγχρονης κρίσης, παρουσιάζοντας το πριν και το μετά του νεοέλληνα που του ήρθε ξαφνική η ανατροπή του παραμυθιού στο οποίο τον ανάγκασαν για χρόνια να ζήσει. Αποκαλύπτοντας πως τα υλικά της συγγραφικής του κουζίνας έχουν τεράστια γκάμα και μια ποικιλία ζηλευτή περιλαμβάνοντας από διηγήματα του Νίκου Τσιφόρου, του Ψαθά, του Φρέντυ Γερμανού και της Έλενας Ακρίτα μέχρι τις αθάνατες ηθογραφικές ταινίες του ελληνικού σινεμά, από κλασικά κινούμενα σχέδια και ταινίες του βωβού κινηματογράφου μέχρι το αστείρευτο χιούμορ του Γούντυ Άλλεν, γίνεται σαφές στον αναγνώστη ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο εντέλει στην τέχνη.

Γιατί μπορεί ο ψυχισμός του Κορτώ όπως ο ίδιος έχει αποκαλύψει να έχει σμιλευτεί δίπλα σε μια μητέρα που αναγκαστικά μετέτρεψε το τραυματικό της βίωμα σε βίωμα του παιδιού της και του κληροδότησε κάποια από τα γονίδια που τον ακολουθούν όπως ο ίδιος ομολογεί, όμως σίγουρα αυτό δεν θα αρκούσε για να ξεδιπλωθεί ένα ταλέντο σαν του Κορτώ. Οι επιρροές, τα διαβάσματα και τα ακούσματά του, αβίαστα αναφερόμενα στα βιβλία του με έναν ανεπαίσθητο τρόπο και δίχως καμία πρόθεση επίδειξης μελέτης και γνώσεων, αποτυπώνονται τόσο στη λεξιλογική δυναμική των γραφομένων του όσο και στην ταχύτητα και ευρηματικότητα με την οποία εκφράζεται.

Από τις αμέτρητες φράσεις που έχω υπογραμμίσει και σ’ αυτό το βιβλίο θα ήθελα να επισημάνω με έμφαση την ακόλουθη:

«Ενώ το γέλιο πάλευε να βγει στην επιφάνεια όσων έγραφα, πάντα το συγκρατούσαν ή το μαύριζαν άλλες ψυχικές δυνάμεις, μια “αρχαία βία προγονική” για να δανειστώ τον εξαίσιο στίχο της Αγαθής Δημητρούκα. Έπρεπε πρώτα να χάσω το Κατερινάκι για να ξεκλειδώσει ο πόνος το γέλιο στη γραφή μου».

Και πράγματι αυτό το …ξεκλείδωμα  ήταν ορόσημο για την τέχνη του συγγραφέα και λύτρωση για τον αναγνώστη του. Από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου η χιουμοριστική και σατιρική προσέγγιση της κηδείας της μητέρας του, δοσμένης με έναν τρόπο που αποδεικνύει πως το γέλιο και το δάκρυ είναι δυο δράσεις εντέλει συγγενικές και ενίοτε αλληλοσυμπληρούμενες.

Ενώ λοιπόν κάποιος θέλοντας να μειώσει ίσως τη λογοτεχνικότητα του «Έρως ανίκατε μάσαν» θα ισχυριζόταν πως καταπιάνεται με κοινά και τετριμμένα ζητήματα του προσωπικού και κοινωνικού βίου του συγγραφέα, έχω να του αντιτάξω πως η σπουδαιότερη τέχνη είναι αυτή που καταφέρνει να αναδείξει το μεγαλείο του ταπεινού βασίζοντας την πρωτοτυπία της στον τρόπο που φωτίζει και αποδίδει την αβάσταχτη ρουτίνα που παιδεύει τον άνθρωπο. Ο Κορτώ πετυχαίνει να ρίχνει φως στο επουσιώδες και να αναδεικνύει το ταπεινό σε λογοτεχνικό λόγο. Μοιράζοντας σαν αντίδωρο την πληγή του, καθιστά τους αναγνώστες του μύστες σε μια διαδικασία αυτοΐασης την οποία καθένας μας ζητά από την τέχνη.