Τα καμίνια της ψυχής

ή

Ανθρώπινες ερημιές

Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938. Τελείωσε το αμερικανικό κολέγιο Ανατόλια, φοίτησε για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και, τελικά, σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, αναλυτής συστημάτων και διαδικασιών και μεταφραστής-διερμηνέας στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει να ζει, δούλεψε ως μελετητής-σύμβουλος επιχειρήσεων έως το 1999.

Στο βιβλίο του με τίτλο «Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου», ήρωες είναι ένα παράνομο ζευγάρι που ζει τον έρωτά του και τρεις άλλοι, οι δύο λίγο πριν από την τελική απόσυρσή τους από την ουσιαστική ζωή και ένας άλλος που νιώθει το αυτοκίνητό του προέκταση του εαυτού του. Και οι πέντε, συναντώνται εντελώς τυχαία μια κομβική ημέρα  για να ενώσουν την απόγνωσή τους και να πάρουν αποφάσεις στα αδιέξοδα στα οποία οι ίδιοι με τις επιλογές τους έχουν οδηγηθεί, αντικατοπτρίζοντας παράλληλα το σημερινό απάνθρωπο και μηχανοποιημένο πρόσωπο της κοινωνίας.

Στην πόλη τού «Εδώδιμα και Αποκιακά» και  σ΄ένα γραφείο γεμάτο πολύπριζα ηλεκτρονικών συσκευών, ο συγγραφέας, μέσα από αυτές τις αντιθέσεις, καταγράφει το χρόνο, δηλαδή το τότε που αγαπήσαμε και το τώρα που ζούμε, θέτοντας ευθύς εξ αρχής τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τις μηχανές.

Οι ήρωες κινούνται μέσα στις σελίδες κουβαλώντας τα στίγματα της παιδικής τους ηλικίας και απαιτώντας από τη ζωή να καλύψει τώρα τις απώλειες εκείνης της εποχής. Αρχειοθετημένοι στα γραφεία τους, σαν ντοσιέ ενός συρταριού,  έχουν προδιαγεγραμμένη χρήση και διάρκεια. Τους περιβάλλουν αντικείμενα στιλπνά, κωδικοποιημένα, εξελιγμένα. ξέπνοα. Εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδά τους ή συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι, αδυνατούν να πάρουν αποφάσεις, θεοποιούν τις μηχανές, ενώ και οι ίδιοι λειτουργούν σαν μηχανοποιημένες φύσεις. Αφού η ζωή αδιακρίτως και χωρίς επιείκεια καταδικάζει κάθε τι διαφορετικό, πνίγοντας την έμπνευση και το χαρισματικό της ύπαρξής τους. Ταυτόχρονα,  οι ήρωες καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους χάνουν συνεχώς και η μια απώλεια ακολουθεί την άλλη. Έτσι η  ανθρώπινη ερημία προβάλλει στις σελίδες με ξεκάθαρη τη στιλπνότητά της, με τα απολιθωμένα χαμόγελα των ηρώων που, καταπιεσμένοι και συμβιβασμένοι,  χρωματίζουν με έρωτα για λίγο τη ζωή τους. Και αυτό δεν συμβαίνει με όλους. Δένδρα και βουνά γίνονται ενίοτε το καταφύγιό τους και ταυτόχρονα το μεγάλο ερωτηματικό. Πώς η φύση επιζεί; Πώς κάνει το ταξίδι της ζωής; Ακίνητη και σιωπηλή;

Ωστόσο, οι ήρωες ζουν ήρεμα και αρμονικά όσο παραμερίζουν τα όνειρά τους. Είναι ηρεμιστικό να μην έχεις όνειρα; Κι όταν τα όνειρα ξυπνούν, εκδικούνται ανατρέποντας τα πάντα και τότε οι ήρωες επαναστατούν και διεκδικώντας την ελευθερία δημιουργούν το χάος, ερχόμενοι σε κατά μέτωπο σύγκρουση με την ελευθερία των άλλων. Και ποια είναι άραγε τα όρια της ελευθερίας; Ποιος παίρνει εκδίκηση; Η παραβίαση της ελευθερίας ή τα καταπιεσμένα όνειρα;

Ο συγγραφέας, με πληθωρική γραφή που σαν σπείρα σε γυρίζει στον πυρήνα της έκρηξης της δημιουργίας, της ζωής και του έρωτα, καταγράφει εικόνες εικαστικές  γεμάτες τέχνη, βαμμένες άλλοτε κόκκινες σαν έρωτας και άλλοτε πάλι στιλπνές και λείες, σαν άψυχες λαμαρίνες. Μεγάλες προτάσεις, σαν μεγάλες ανάσες, με πληθώρα  κοσμητικών επιθέτων, προβάλλουν σαν συγγραφικό στυλ δίνοντας χωρίς φλυαρία λεπτομέρεια στην περιγραφή, ενώ άλλοτε τα  κοσμητικά επίθετα ανατρέπουν τα προαναφερθέντα και δίνουν ζωντάνια και σφρίγος στο κείμενο. Με μαεστρία  επιλεγμένες λέξεις υφαίνουν την εγκατάλειψη, το ανικανοποίητο, την απώλεια και τη μοναξιά των ηρώων στο αδηφάγο και πολυσύχναστο εγώ τους. Ο ρομαντισμός και η ποιητικότητα της γραφής δεν λείπουν, προσθέτοντας στο κείμενο το κάλλος.

Το «Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου» χωρίζεται σε τέσσερεις πράξεις σαν θεατρικό έργο, με το πάθος του έρωτα να επιφέρει την κάθαρση, διότι ο έρωτας μπορεί  να κάνει τα πάντα να ανθίζουν, ενώ  ενώνει με τον πιο φυσικό τρόπο τα συμπληρωματικά αντίθετα: τον άνδρα και τη γυναίκα. Παράλληλα,  το «Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου», είναι δύο ερημιές που οι ήρωες τη μία χτίζουν γύρω τους όπου και αν βρίσκονται. και την άλλη την κουβαλούν μέσα τους.