Ένας ειλικρινής και έντιμος εραστής της γραφής και ο Γιώργος Μπελαούρης, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση λογοτέχνη –και το τονίζω λογοτέχνη– με πρισματική προσέγγιση στην έννοια της λογοτεχνίας αλλά και στις παραμέτρους μιας ζωής που αποκτά άλλες διαστάσεις, «κυψελοειδείς ή διαστρωματικές», κάτω απ’ τη γραφίδα του.

Άξονες της γραφής του, το ήθος, η αλήθεια της καθημερινότητας, το δέος απέναντι στο μεταφυσικό και το άγνωστο και η ανθρώπινη αυταξία ιδωμένα όλα άλλοτε από απόσταση και άλλοτε από ένα καταλυτικό πρώτο πρόσωπο που οδηγεί αναπόφευκτα όχι μόνο τον συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη σε μια ψυχοσυναισθηματική και νοητική ανάμειξη με το κείμενο.

Η στόχευση της πρωτοτυπίας είναι έκδηλη ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου με αποκορύφωση τον επίλογό του. Μια σαφής διάθεση φιλοσοφικού στοχασμού συνυφασμένη με έναν μυθικό ιστό που αναδεικνύεται και αναδιπλώνεται σε κάθε επιμέρους διήγημα χαρακτηρίζει και διατρέχει όλη τη συλλογή. Ξεκινώντας με τη φράση «όλα όσα ξέρετε είναι ψέμα!», ο Γιώργος εισάγει τον αναγνώστη στο δικό του σύμπαν, στη δική του τάξη πραγμάτων που καθορίζεται, όπως εξαρχής συμβατικά δηλώνει, από τον κόσμο της επιστήμης και τον κόσμο της μαγείας, το Λίβλαν και το Λαμπούρ και γύρω απ’ αυτούς τους δυο κομβικούς κόσμους, τα εξάγωνα του κόσμου της κηρύθρας και οι διαστρωματώσεις της κρόμμυας γαίας, όλα δηλαδή εκείνα τα επιτηδευμένα, σκόπιμα ή τυχαία γεγονότα στη ζωή του καθενός, των οποίων η κατανόηση απαιτεί την έξοδο από τον μικρόκοσμό μας και τη δυνατότητα μιας σφαιρικής και υπεράνω αντίληψης. Άξονας της έμπνευσής του ο άνθρωπος στη διαχρονική παρουσία του σε παρόν, παρελθόν και μέλλον και από όσα αυτός αντιμάχεται, πρεσβεύει ή παλεύει να αντιληφθεί με αισθήσεις, νόηση, διαίσθηση και συναισθήματα.

Η συλλογή «Ερεβώδης Λειμώνας» αποτελεί απτή απόδειξη πως ο Γιώργος Μπελαούρης είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα δημιουργού που δεν παραμένει εγκλωβισμένος σε ένα μόνο είδος έκφρασης, θεματολογίας και γραφής αλλά προσαρμόζεται ανάλογα με το ερέθισμά του μετασχηματίζοντας σκέψη, γραφή και συναισθηματική κατάσταση προκειμένου να αποδώσει την πεμπτουσία του θέματός του.

Μυστηριώδες  το σκηνικό και φαντασιακός ο πυρήνας του πρώτου διηγήματος με τον εύστοχο τίτλο «Τα σχοινιά του πάθους μιας αρσενικής μαριονέτας…», παραπέμπει σε ιστορία μυστηρίου και συνάμα σε φιλμ νουάρ, με μια ηρωίδα που θυμίζει έντονα την πρωταγωνίστρια σε πολλά διηγήματα του μετρ της λογοτεχνίας μυστηρίου του 19ου αιώνα, Guy de Maupassant. Στο συγκεκριμένο διήγημα ο Μπελαούρης μιλά για τον έρωτα. Έναν έρωτα δυνατό, απόλυτο, βαρύτιμο, αρσενικό και αναπόδραστο που αποτυπώνει αντίστοιχα με μια αρσενική, στιβαρή οπτική την αντρίκεια απόγνωση.

Στο δεύτερο διήγημα με τον τίτλο «Δόξα» ο συγγραφέας φιλοσοφεί περισσότερο σε μια ιστορία για το εφήμερο της δόξας, για το εφήμερο της νιότης, για το εφήμερο εν γένει της ύπαρξης. Και μιλά για τα προσωπεία. Έτσι όπως αυτά τα φορά ένας ηθοποιός κι ένας διαταραγμένος κακοποιός.

Στα «Φτερά ενός χαρούμενου θνητού» τοποθετείται λογοτεχνικά πάνω στην έννοια όχι μόνο της τρέλας, αλλά της διαφορετικής οπτικής με την οποία συνήθως οι λίγοι είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τη ζωή, κόντρα στους πολλούς που τους χλευάζουν. Στο «Τέλος χρόνου τέλος κόσμου;» ξεκινώντας με μια καθηλωτική περιγραφή ενός ονείρου και μιας επίσης σαγηνευτικής γυναίκας, η φουτουριστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το θέμα του διηγήματος, την τελευταία μέρα του κόσμου, τον απολογισμό μιας γης καταποντισμένης ηθικά με ρημαγμένη και ανύπαρκτη κάθε αξία. Φουτουριστικό και το θέμα του διηγήματος «Συνέντευξη ενός μέταλ μουσικού του έτους 2047», όπου διακρίνεται η αγωνία του συγγραφέα να αποτυπώσει τις προεκτάσεις μιας σαθρής σύγχρονης οπτικής σε έναν κόσμο του μέλλοντος όπου τα σημερινά προβλήματα θα φαντάζουν ακόμη πιο διογκωμένα. Το συναίσθημα θα έχει περισσότερο αποδυναμωθεί, η μουσική θα έχει κονσερβοποιηθεί, το άγχος της επιτυχίας θα οδηγεί σε ακόμη πιο ακραίες εκδηλώσεις και η ζωή θα έχει φαινομενικά μόνο αλλάξει.

Εξαιρετικό δείγμα γραφής, ιδεολογικού πυρήνα και σύλληψης το διήγημα «Ο φιλαράκος του Άλεξ», αυτός ο δεύτερος ενδόμυχος εαυτός του καθενός, που υπομένει υποσυνείδητα και βουβά όλες τις εξωτερικές παρεμβάσεις από βιώματα και περίγυρο, περιθωριοποίηση και μπούλινγκ και που φτάνει η στιγμή να εκραγεί και να πάρει το πάνω χέρι. Όσο για το «Καφέ Βολταίρ», αποτελεί έναν ύμνο στην ελευθερία της διαφορετικότητας και της απόφασης του καθενός να παραμείνει ο εαυτός του. Ο συγγραφέας τολμά να κραυγάσει αλήθειες για εποχές όπου οι άνθρωποι ζούσαν προφυλαγμένοι σε προσχήματα ή φυλακισμένοι μέσα σ’ αυτά με αποτέλεσμα αντίστοιχα οι αλήθειες απλώς να μη φαίνονται..

Γιατί, όπως θα πει ο συγγραφέας, «τις γέφυρες πάντα θα τις χτίζουν οι άνθρωποι… Μικρές, μυστικές, σημαντικές γέφυρες, μα για κάποιους που τις έχουν ανάγκη …τιτάνιες και σωτήριες!»

Αντίθετα το διήγημα «Το μωρό της Λυδίας Λιμόν», με κεντρικό θεματικό άξονα τον προβληματισμό πάνω στη μητρότητα και το δίλημμα της έκτρωσης των σύγχρονων γυναικών που αποζητούν την καριέρα, αποτελεί συνδυασμό κινηματογραφικής αποτύπωσης της δράσης και συνάμα μιας εμβάθυνσης που δεν αποβαίνει σε βάρος της γρήγορης πλοκής.

«Ο Ισίδωρος και ο Αναξίμανδρος», το διήγημα που αγγίζει τα ζητήματα και πάλι της διαφορετικότητας, και του φόβου της περιθωριοποίησης εκείνων των λίγων που επιλέγουν το καταφύγιο των βιβλίων κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία, ίσως θα έπρεπε να ενταχθεί στα σχολικά βιβλία αυτού του τόπου για να αυξηθεί η φιλαναγνωσία. Γραμμένο με φυσικότητα, θεατρικότητα και ενάργεια, μεταφέρει όλη τη συναισθηματική φόρτιση του ήρωά του –ίσως και του ίδιου του συγγραφέα– οδηγώντας τον αναγνώστη, ανάλογα με τα δικά του βιώματα, στην ταύτιση ή στον σκεπτικισμό.

Άκρως ερωτικό και δυναμικό το διήγημα «Ο Μεσιέ και η Τελειότητα» συνδυάζει τον στοχασμό και με την ερωτική έκφραση, πραγματεύεται την κορύφωση μιας σχέσης και συνάμα την πτώση, την απώλεια, την απόρριψη και τη συντριβή με έναν τρόπο καταλυτικό.

Στο διήγημα «Τραπεζίτες και ανεμόμυλοι» η χρήση των κανόνων της παραμυθικής γραφής στην υπηρεσία κειμένου απευθυνόμενου σε ενήλικες, αποτελεί την απόδειξη ότι η λογοτεχνία και εν γένει η δύναμη της λέξης δεν περιχαρακώνεται σε φόρμες, όρια και στεγανά αλλά υπόκειται στην έμπνευση κάθε δημιουργού, ενώ το διήγημα με τον τίτλο «Έρωτας, πφ, τρίχες» συμπυκνώνει τον προβληματισμό του συγγραφέα για τη μυθοποίηση της ερωτικής σχέσης μέσα από μια συμβολοποιημένη ατμόσφαιρα με στοιχεία δανεικά από το παραμύθι της Ραπουνζέλ. Μιλά για μια αγάπη που δεν αιθεροβατεί αλλά έχει επίγνωση των ελαττωμάτων του αγαπημένου και γι’ αυτό είναι τόσο ανυπέρβλητη.

Και φτάνουμε στο διήγημα «Τέττιξ ο μελωδός του Ζόφου, τι ευρηματικός τίτλος ήταν στ’ αλήθεια αυτός!» Διήγημα με σαφείς αναφορές μεταφυσικότητας και ίσως μυστικισμού, που αναζητά την ουσία και την απάντηση σε διαχρονικά ερωτήματα του ανθρώπου. Αντίθετα στο διήγημα «Γλυκά, Χαρούμενα Χριστούγεννα» παρακολουθούμε τον νεαρό Μπελαούρη να περιγράφει υποδόρια αλλά με απόλυτη διαύγεια στοχασμού πώς φαντάζεται τον υπερήλικα εαυτό του καθώς υιοθετεί την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Αναφέρεται στην παραίτηση και την απελπισία των γηρατειών… Στις σκέψεις που γεννά η προδότρα σάρκα σε ένα μυαλό που αρνείται να γεράσει.

Και καταλήγουμε στο «Ανδρείκελο» – το τελευταίο σκόπιμα της συλλογής. Σοκαριστικό αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικό παρά τις αναφορές στη μαγεία, το «Ανδρείκελο» είναι ένα διήγημα που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή αφού αγγίζει το καίριο ζήτημα της πνευματικής υποδούλωσης, που εκδηλώνεται ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες.

Εξαίσια ανατροπή παρατηρείται στον επίλογο της συλλογής.. Οι ήρωες αναδεικνύονται τώρα σε πρόσωπα υπαρκτά και αξιοσέβαστα. Δεν είναι απλώς σύμβολα-εργαλεία στη συγγραφική δράση του συγγραφέα.. Ο ίδιος τα σέβεται και αναδεικνύει έως το τέλος τις ζωές τους χαρίζοντάς τους μια αυθυπαρξία πέρα απ’ την εξάρτηση της πένας του. Μου δίνει την εντύπωση πως η αυλαία πέφτει και ο συγγραφέας καλεί τους ήρωες που υπηρέτησαν τις ιδέες του με ευσυνειδησία και αυταπάρνηση να υποκλιθούν. Μαζί τους υποκλίνεται σεμνά και ο ίδιος.