Το σπίτι με τα φαντάσματα

Πόσο πενιχρή παρηγοριά μπορεί να προσφέρει ορισμένες φορές ο αμιγώς ρεαλιστικός καμβάς των μυθιστορημάτων. Ακόμη κι εκείνων που δεν επιθυμούν να γίνουν η εντελής αντανάκλαση της καθημερινότητας, αλλά εντέλει σιωπηλά αναμοχλεύουν αυτά που κανείς διαγιγνώσκει με γυμνό το μάτι.

Από την άλλη, με πόση καλλιγραφική λεπτότητα ο πειραματικός Ναμπόκοφ, τα παραπλανητικά φαινόμενα του Μπόρχες, οι παραδοξολογίες του Άμπροουζ Μπηρς, οι γοτθικές ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε και η εξημμένη διαισθητικότητα του Χένρι Τζέιμς (έτσι για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους), μπορούν να προσφέρουν μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας που πάντα μας διαφεύγει κρυπτόμενη μέσα στις ελλείψεις του αισθητού κόσμου.

Ο Ντάνιελ Κέλμαν, με την ολιγοσέλιδη νουβέλα του, διαρρηγνύει κάθε αιτιώδη σχέση με τον ρεαλισμό και οδηγεί τα πράγματα σε «εξτρεμιστικά όρια», εμπλέκοντας όχι μόνο τους ήρωές του, αλλά τον ίδιο και τους αναγνώστες σε ένα μαγικό παιχνίδι αντικατοπτρισμών. Έτσι που το θέλγητρο, τελικά, να μην είναι η πλοκή της ιστορίας, αλλά η ύφανσή της, ο τροπισμός της γραφής, ο στοιχειακός παράγοντας του χρόνου, οι αντανακλάσεις πραγμάτων που δεν είναι ορατά και μέσω της απροσδιοριστίας τους γίνονται κυρίαρχα και ουσιώδη.

Η ιστορία, αυτή καθαυτή, δεν έχει πολλές εκκεντρικές επισημάνσεις. Θα έλεγε κανείς πως είναι μια οικεία παντομίμα από την καθημερινότητα ενός ζευγαριού. Ο άνδρας είναι συγγραφέας και πιέζεται να τελειώσει ένα σενάριο για μια ταινία, ενώ η γυναίκα του είναι ηθοποιός.  Την οικογένεια συμπληρώνει το μικρό κορίτσι τους. Και οι τρεις αποφασίζουν να περάσουν λίγες ημέρες σε ένα απομακρυσμένο εξοχικό στο βουνό. Μακριά από τη συνάφεια του κόσμου, χωμένοι σε έναν ερημότοπο, ο οποίος μάλιστα δεν είναι εύκολα προσβάσιμος, θα βρεθούν ο ένας απέναντι στον άλλον. Οι σχέσεις του ζευγαριού περνούν μέσα από τη στενωπό της απάθειας για να προσκρούσουν στον τοίχο των συνεχών καυγάδων τους. Είναι φανερό πως κάτι έχουν χάσει, ενώ το παιδί τους, αντί να γίνεται η συγκολλητική ουσία τους, στην πραγματικότητα τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο. Κάτω από έντονο στρες, ο άνδρας καταγράφει σε ένα μπλοκ σημειώσεις για το σενάριο, αλλά και τα καθημερινά συμβάντα εντός της οικογένειάς του. Να, όμως, που οι σημειώσεις από ένα σημείο και μετά «αυτονομούνται» με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε ποιος καταγράφει ποιον. Ο άνδρας το εν εξελίξει έργο του, ο συγγραφέας τον ήρωα, εμείς και τους δύο; Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται ή δεν φαίνεται σε τούτη τη νουβέλα. Το ένα δωμάτιο μπορεί να οδηγεί στο… ίδιο δωμάτιο. Ο χρόνος παρέλκει ή εκτείνεται στο άχρονο. Η γυναίκα του ήρωα φεύγει έπειτα από έναν σφοδρό καυγά και μια υπόνοια μοιχείας από τη μεριά της. Μένει, όντως, ο άνδρας μόνος με το παιδί του σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον που φέρνει στον νου κάτι από τη «Λάμψη» του Στίβεν Κινγκ και από το «Στρίψιμο της βίδας» του Χένρι Τζέιμς; Μήπως όλα αυτά τα φαντάζεται; Υπάρχουν στιγμές που δεν βλέπει καν το είδωλό του στο τζάμι. Υπάρχει ή είναι μια επινόηση του μυαλού του; Και όταν επιστρέφει, αν τελικά επιστρέφει, η γυναίκα του, γιατί αυτός αποφασίζει να παραμείνει, ενώ διάσπαρτη στις σημειώσεις είναι η προτροπή «φύγε»; Τη λέει, άραγε, ένας δικός του ήρωας; Τη λέει ο ίδιος στον εαυτό του; Τη βάζουμε εμείς στο στόμα του; Ή, μήπως, ο Κέλμαν; Τα ερωτήματα είναι τόσα πολλά και οι απαντήσεις γλίσχρες. Ακόμη κι αυτές, όμως, τελούν υπό την αίρεση μιας φαντασιοκοπίας υψηλού επιπέδου. Πρέπει να επισημάνουμε πως στο οπτικό πεδίο του άνδρα εμφανίζεται συχνά πυκνά ένα φάντασμα που άλλοτε του μοιάζει κι άλλοτε παίρνει δυσερμήνευτες όψεις. Όταν ο άνδρας κατεβαίνει στο χωριό για τα ψώνια έρχεται σε επαφή με ανθρώπους αλλόκοτους, μυστηριώδεις, κρυπτικούς. Άλλωστε, και το σπίτι που έχουν νοικιάσει για να μείνουν κρύβει μια δική του σκοτεινή ιστορία από το παρελθόν. Ο Κέλμαν απλώνει τα αφηγηματικά του αινίγματα το ένα μετά το άλλο, ωσάν ένα ανάπτυγμα στο οποίο η πραγματικότητα, η μυθοπλασία, το μυστήριο, ο επικείμενος φόβος, το γοτθικό στοιχείο και ο στροβιλισμός της τρέλας ενυπάρχουν σε αγαστή σύμπνοια. Σε αυτό τον χορό φαντασμάτων ο αναγνώστης όχι μόνο δεν μένει αμέτοχος, αλλά καλείται να συνδυάσει τις ψηφίδες για να βγει κι εκείνος από τον λαβύρινθο στον οποίο τον έχει εμπλέξει ο Κέλμαν. Αλλά μήπως και ο ίδιος ο γεννήτορας της ιστορίας δεν είναι, κατά μια έννοια, μπλεγμένος στην αρπακτική δύναμη της ιστορίας που έχει σκαρώσει;  Το νέο βιβλίο του Κέλμαν, πραγματική ελπίδα της νέας γερμανικής λογοτεχνίας και ένας συγγραφέας που κάθε του έργο συζητιέται έντονα στη χώρα του, διαπερνάει την πεζή κενότητα ενός ζευγαριού για να δημιουργήσει έναν στρόβιλο από υπαινιγμούς, αβύσσους, παρεκτροπές, διηθήσεις της λογικής και παραλογές στο όριο της παράνοιας και του άλογου. Η έξοχη μετάφραση ανήκει στον Κώστα Κοσμά.