«Πάρε υλικό από τη διάλυση»

Υπάρχουν εποχές πρόσφορες για ποίηση και εποχές αντιποιητικές; Η εποχή μας είναι για να γράφουμε ποίηση σε βιβλία ή για να γράφουμε ποίηση στους τοίχους; Κι ο τόπος του ποιητή ποιος είναι, η εποχή του ή οι στίχοι του; Πάνω σε αυτά τα ερωτήματα η Ασημίνα Ξηρογιάννη «χτίζει» την τρίτη της προσωπική συλλογή, δίνοντας μια απάντηση στον τίτλο, για να τη βάλει μετά απέναντί της, μέσα από τους στίχους της, και να την αμφισβητήσει, σε μια εσωτερική συνομιλία χαμηλών τόνων, χωρίς εξάρσεις συναισθηματικές και υπερβολές.

Κι αν η συνομιλία είναι εσωτερική, η ματιά της ποιήτριας δεν είναι αυτοαναφορική – κι αυτό είναι το σημείο όπου η ποιητική της Ασημίνας Ξηρογιάννη με κέρδισε: δεν κοιτάει στον καθρέφτη, αλλά κοιτάει δίπλα της και γύρω της τους άλλους ανθρώπους, βλέπει τους απελπισμένους, τους φοβισμένους, τους αίροντες τον σταυρό τους. Κι αναρωτιέται αν η ποίηση μπορεί να τους είναι χρήσιμη, αν υπάρχει λόγος να γράφει κάποιος, όταν τα πάντα καταρρέουν – σαν τους μουσικούς που έπαιζαν μέχρι τέλους ενώ βυθιζόταν ο Τιτανικός.

Αυτό το ναυάγιο μιας χώρας και μιας κοινωνίας, η ποιήτρια το αντιμετωπίζει στωικά αλλά με διαύγεια και με μια δόση ανθρωπιάς που συχνά λείπει από τη σύγχρονη τέχνη, η οποία είναι εγκεφαλική και αποστασιοποιημένη – κάποτε μη ανθρώπινη. Η ποίηση της Ξηρογιάννη ρωτάει: «Πώς βρεθήκαμε εδώ; Τι πρέπει να κάνουμε; Τι μας περιμένει;» Πολλοί στίχοι της καταλήγουν σε ερωτηματικά, όλη η συλλογή είναι ένα ερωτηματικό και η κατάφαση του τίτλου, όταν ολοκληρώσει κάποιος την ανάγνωσή της, γίνεται κι αυτή ερώτηση.

Από τα ποιήματα της συλλογής, άλλοτε μικρά σαν συνθήματα, άλλοτε λίγο μεγαλύτερα με τη μορφή νοερού διαλόγου, ξεχώρισα αρκετά που τα διάβασα δύο και τρεις φορές. Κράτησα όμως τον «Μετανάστη», ίσως γιατί και τα δικά μου γραπτά «γέμισαν πρόσφυγες», όπως λέει σε έναν στίχο της η ποιήτρια, και με αυτό το ποίημα θα κλείσω την παρουσίαση:

Μετανάστης

Ά-πολις κατάντησε

κι όμως δεν ξέρει να σου πει

πώς λέγεται αυτό –α.

Μα το σώμα του

Ξέρει καλά

Τα στερητικά τα άλφα

τι σημαίνουν.