«Και τώρα ακόμα, μέσα στην ειρήνη, η γενική υποταγή έχει πάρει, χάρη στην τελειοποίηση της προπαγάνδας, τέτοιες διαστάσεις, που δεν μπορούμε να περιμένουμε από πουθενά αντίσταση. Ο άνθρωπος, σήμερα, έχει γίνει σκόνη, και δεν υπολογίζεται πια ως θέληση.
Φυσικά, τους είχα όλους εναντίον μου, γιατί είναι πρακτικά εξακριβωμένο πως το ανθρώπινο ένστικτο της αυταπάτης, μπροστά σ’ ορισμένους κινδύνους, ζητάει να τους εκμηδενίσει, θεωρώντας τους μηδαμινούς κι ασήμαντους, κι έπειτα μια τέτοια προειδοποίηση δεν θα ήταν καλόδεχτη σε σύγκριση με τη φτηνή αισιοδοξία, γιατί στο πλαϊνό δωμάτιο περίμενε ένα πλούσιο σουπέ».
Γραμμένο τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την Ευρώπη πριν από την πτώση της, δηλαδή στη δίνη του χάους, το μοναδικό μυθιστόρημα του Στέφαν Τσβάιχ (νουβέλα, δοκίμια, διηγήματα) περιγράφει εν δυνάμει εκείνο που θα ακολουθήσει στη ζωή του και στην Ιστορία του κόσμου.
Με ιστορίες εγκιβωτισμένες στην ιστορία –το μυθιστόρημα αποτελεί μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα–, ένας άσημος συγγραφέας συναντά έναν σοφότερο ήδη, τον Χοφμίλερ, ο οποίος του αφηγείται την προσωπική του ιστορία. Την εποχή που ως φτωχός αξιωματικός του ιππικού συναντά τη νεαρή Έντιθ με τα κινητικά προβλήματα. Στην ιστορία τους εντάσσεται και η ιστορία του πατέρα της Έντιθ, ο οποίος ξεκινώντας από φτωχός Εβραίος γίνεται ένας πλούσιος Ούγγρος.
Αλλ’ η ζωή και ο οίκτος θα φανούν «ο πιο δυνατός παίκτης» στην πορεία. Τα χρήματα για τον Ούγγρο αριστοκράτη τελικά δεν φέρνουν την ευτυχία και ο Χοφμίλερ θα παγιδευτεί στη δειλία του για μια ζωή.
Βασικό πρόσωπο της αφήγησης (και σε θέση-κλειδί, έχει παντρευτεί από «οίκτο»), ο γιατρός Κόντορ θα δώσει άλλη προοπτική στην Ιατρική: «Λυπάμαι πολύ, μα η Ιατρική δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική: Κάθε αρρώστια είναι μια πράξη αναρχική, μια επανάσταση απέναντι στη φύση, και γι’ αυτό πρέπει να μεταχειριστεί κανένας εναντίον της όλα τα μέσα, όλα».
Τα διλήμματα υπαρξιακής λογικής, φυσικά, και εκεί: «Έπρεπε να το καταλάβω. Πάντα έτσι τελειώνουμε. Γιατρεύεται ή δεν γιατρεύεται; Μαύρο ή άσπρο; Σαν να ‘ταν κάτι απλό κι εύκολο! “Γερός” και “άρρωστος” είναι δυο όροι που ένας τίμιος κι ευσυνείδητος γιατρός δεν πρέπει να τους μεταχειρίζεται ποτέ γιατί… πού αρχίζει η αρρώστια και πού τελειώνει η υγεία; Δεν υπάρχουν “θεραπεύσιμες” κι “ανίατες” αρρώστιες. Βέβαια, αυτές οι δυο λέξεις κατάντησαν τόσο κοινόχρηστες που δύσκολα μπορεί να τις αποφύγει κανένας στην πράξη. Μα, εμένα, ποτέ δεν θα μ’ ακούσετε να πω τη λέξη “ανίατος”… Ποτέ! Ξέρω, ο εξυπνότερος άνθρωπος του περασμένου αιώνα, ο Νίτσε, έγραψε εκείνο το τρομερό: “Μη ζητάς να γιατρέψεις το αγιάτρευτο”… το αγιάτρευτο πρέπει να θέλει κανένας να γιατρέψει, και ακόμα περισσότερο, θα ‘λεγα πως μονάχα στο αγιάτρευτο φαίνεται ο γιατρός».
Ο συγγραφέας, φίλος του Φρόιντ, περιγράφει ψυχικές παραμέτρους κι αγγίζει αντιφάσεις σχεδόν αόρατες κι ανείπωτες, με αφηγηματικές τεχνικές καθαρά προσωπικές.
«Εμένα προσωπικά αυτό μου φαίνεται, από επιστημονική σκοπιά, τόσο μηδαμινό όσο και το έργο ενός ποιητή που ξαναλέει όσα είπαν άλλοι πριν απ’ αυτόν, αντί να προσπαθήσει να εκφράσει εκείνο που δεν ειπώθηκε ακόμα ή, κάτι περισσότερο, αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια ή σαν το έργο ενός φιλοσόφου που εξηγεί ό,τι είχαν ήδη εξηγήσει ενενήντα εννιά φορές οι άλλοι, αντί να πολεμήσει με το άγνωστο, και μάλιστα με το απρόσιτο», θα επισημάνει ο ήρωας-συγγραφέας του κάποια στιγμή. Με τη σκιά του πολέμου παρούσα βεβαίως ανά πάσα στιγμή: «Στον πόλεμο συνάντησα σχεδόν αποκλειστικά, το φαινόμενο του μαζικού θάρρους, του θάρρους μέσα στη γραμμή και στο σύνολο, κι όποιος θελήσει να βάλει κάτω απ’ το φακό του αυτή την έννοια, θ’ ανακαλύψει πολύ περίεργα συστατικά.
Πολλή ματαιοδοξία, πολλή επιπολαιότητα, και μάλιστα πλήξη, προπάντων όμως πολύ φόβο, φόβο μην τυχόν μείνουν πίσω, φόβο μην τους κοροϊδέψουν, φόβο μη βρεθούν μονάχοι τους και προπάντων φόβο ν’ αντιταχθούν στη μαζική ορμή των άλλων. Τους περισσότερους απ’ όσους στο πεδίο της μάχης περνούσαν για ήρωες, τους γνώρισα προσωπικά ως πολίτες, και ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ ύποπτοι ήρωες».
Ο ήρωάς του, ήρωας από απελπισία κι ο ίδιος κάποια στιγμή, θα παραδεχτεί: «Μια και δεν μου θύμιζε κανένας το έγκλημά μου, το ξέχασα κι εγώ ο ίδιος. Γιατί η καρδιά μπορεί να λησμονήσει ολωσδιόλου, όταν το θέλει πραγματικά».
Αλλ΄η τέχνη δεν σου χαρίζεται, μαχαιράκι εκεί, να οξύνει την ξεχασμένη πληγή: «Μα από κείνη την ώρα ξέρω πια πώς κανένα έγκλημα δεν ξεχνιέται, όσο βρίσκεται ακόμα στη συνείδησή μας».
Η μαγεία και η κομψότητα του μυθιστορήματος, η μαγεία και η κομψότητα ενός κόσμου που θα εξαφανίσουν οι ναζί, «Ο κόσμος του χθες» όπως θα γράψει στην αυτοβιογραφία του και θα επισημάνει στη «Σκακιστική νουβέλα» για να αυτοκτονήσει λίγους μήνες μετά.