Ένας θάνατος, μια απώλεια: εξομολόγηση

Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας, εκπρόσωπος του Υπαρξισμού και του φεμινιστικού κινήματος, η Σιμόν ντε Μποβουάρ γεννήθηκε το 1908 στο Παρίσι. Σπούδασε στη Σορβόνη και μετά το τέλος των σπουδών της δίδαξε φιλοσοφία στη Μασσαλία, τη Ρουέν και το Παρίσι. Το 1929 γνώρισε τον Ζαν Πωλ Σαρτρ που την μύησε στη συγγραφή και έζησε δίπλα του όλη την υπόλοιπη ζωή της. Το πρώτο της έργο, “Τα πρωτεία του πνεύματος”, απορρίφθηκε, το 1938, από τους εκδότες. Το επόμενο μυθιστόρημά της, “Η καλεσμένη”, είχε καλύτερη τύχη και δημοσιεύτηκε το 1943. Μαζί με τον Σαρτρ διηύθυνε το περιοδικό “Μοντέρνοι Καιροί”, μέσα από το οποίο υποστήριξαν τη φοιτητική εξέγερση του 1968. Πέθανε το 1986 σε ηλικία 78 ετών.

Το βιβλίο της Σιμόν ντε Μποβουάρ «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» είναι η αυτοβιογραφική εξιστόρηση της συγγραφέως, ενθυμούμενη τον τελευταίο μήνα της ζωής της μητέρας της. Ενώ βρισκόταν στη Ρώμη η Σιμόν ντε Μποβουάρ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Μποστ στο Παρίσι, όπου την ενημέρωνε ότι η μητέρα της είχε ένα ατύχημα. Είχε πέσει από τις σκάλες και είχε χτυπήσει. Επιστρέφει άμεσα στη Γαλλία και από εκείνη τη στιγμή αποδύεται σε έναν καθημερινό αγώνα για την υγεία της μητέρας της, η οποία νοσηλεύεται, καθώς οι γιατροί, οι νοσοκόμες και λίγα συγγενικά πρόσωπα αποτελούν τις καθημερινές της επαφές.

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ με κεντρικό άξονα τις τελευταίες ημέρες εν ζωή της μητέρας της, «βουτάει» στη σχέση της μαζί της και βγάζει τα αγκάθια που αγκύλωναν για χρόνια τη συγκεκριμένη σχέση. Παράλληλα κάνει σύντομες αναδρομές στο παρελθόν και θυμάται διάφορα στιγμιότυπα από την παιδική, νεανική, αλλά και ενήλικη ζωή της, όπου πρωταγωνιστεί η μητέρα της. Ακόμα, στοχάζεται και επουλώνει τις πληγές στις σχέσεις τους, ενώ δεν παραλείπει να καταδείξει τη σημασία που έχει για κάθε παιδί ο γονιός του.

Το βιβλίο «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ημερολόγιο της συγγραφέως απέναντι στη φυσιογνωμία που σημάδεψε ποικιλοτρόπως τη ζωή της. Ένα από τα σπουδαιότερα στοιχεία που αναδύεται από το κείμενο είναι ότι, ενώ η ντε Μποβουάρ εξέπεμπε την εικόνα μιας δυναμικής γυναίκας, εδώ απεκδύεται αυτόν τον μανδύα και υποτάσσεται στην επικείμενη απώλεια. Σημειώνει τις ελπίδες, τη χαρά, την απογοήτευση, τον πόνο, που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο αυτές τις ημέρες που βρίσκεται στο νοσοκομείο. Επίσης, το έργο διαπνέεται από απόλυτη ειλικρίνεια: δεν χρειάζεται να είναι όλα ρόδινα, απλά και μόνο να βγαίνουν μέσα από την ψυχή.

Ένα πολύ «γλυκό» βιβλίο για το ρόλο της μητέρας, για την παρακμή ενός ανθρώπου που καθένας διατηρεί στη μνήμη του ως μια πολύ υγιή και δυνατή προσωπικότητα, για τον πόνο απέναντι στο αναπόφευκτο, για τη θλίψη βιώνοντας την απώλεια. Τέλος, η μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου είναι πραγματικά εξαιρετική.