«Η ταύτιση δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθείς την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα πράγματα» (σελ.9).
Γλωσσολόγος και διδάκτορας Νευροεπιστημών ο Κύρο Πόντε (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κυριάκου Σιδηρόπουλου) γεννήθηκε το 1972 στο Έσλιγκεν της Δ. Γερμανίας. Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης, την οποία όμως έμελλε πάλι να εγκαταλείψει για σπουδές πρώτα στο Φράιμπουργκ και έπειτα στην Τυμβίγη. Σπούδασε Βιολογία, Γλωσσολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ και αποφοίτησε με άριστα από το διδακτορικό πρόγραμμα Νευροεπιστημών στο Graduate School of Neural and Behavioural Sciences στην Τυμβίγη. Εκτός από τα επιστημονικά του συγγράμματα, έχουν εκδοθεί μια σειρά από λογοτεχνικά έργα και μεταφράσεις στα γερμανικά και στα ελληνικά. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Τα της μνήμης και του έρωτα» (BoD, 2018, ελληνικά) και τη σειρά διηγήσεων «Το μήλο έπεσε από το αριστερό χέρι της Αφροδίτης» (Grossenwahnverlag, 2015, γερμανικά). Στις μεταφραστικές του δουλειές ανήκει μεταξύ άλλων «Το τελευταίο αντίο» (γερμ. Das letzte Adieu) του Βασίλη Βασιλικού (edition buntehunde, 2009). Το 2007 ίδρυσε τη διαδικτυακή πύλη λογοτεχνίας Inlitera, από την οποία προέκυψε η ανθολογία Netzwerke, καθώς επίσης και μια σειρά συνεντεύξεων με λογοτέχνες. Ο Κύρο Πόντε είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων Γερμανίας. Είναι παντρεμένος, έχει έναν γιο και εργάζεται ως θεραπευτής Νευροανάδρασης (neurofeedback) στη Στουτγάρδη.
Ο Ομέρ Σακίν είναι Τούρκος σκηνοθέτης, παιδί μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία. Μεγάλωσε σε συνθήκες φτώχειας στη συνοικία Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου. Η μητέρα του Εμινέ από το Γκιουμούσχανε της Ανατολίας έκανε το μεγάλο ταξίδι από το Εσκίσεχιρ στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στην παράκτια Ελλάδα, ώσπου το 1969 πέρασε στη Γερμανία, πρώτα στο Μόναχο και μετά στο Βερολίνο. Ο Ομέρ έχει μία μεγαλύτερη αδερφή, την Αντιλέ, παντρεμένη με τον Καμίλ, που έχουν τρία παιδιά, οι οποίοι όμως πρόκειται σύντομα να διαμείνουν μόνιμα στις ΗΠΑ λόγω μιας επαγγελματικής ευκαιρίας που προτάθηκε στον Καμίλ. Μιας και δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, ο Ομέρ τρέφει μια παθολογική αγάπη προς τη μητέρα του. Ο αιφνίδιος και τραγικός θάνατός της, όμως, θα συγκλονίσει τον ήρωα με συνέπεια να οδηγηθεί στην κατάθλιψη. Η αγαπημένη του Γιούλια δεν θα αργήσει να τον εγκαταλείψει κι αυτή. «Θέλαμε να γινόμαστε αρεστοί στους πολλούς και αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Αλλά και για τη δική μας ευτυχία, δεν κάναμε τίποτα τότε που όλα πήγαιναν καλά. Και τώρα μας τιμωρεί ο χρόνος, αφού όλα όσα αγαπάμε δεν είναι πλέον μαζί μας και ό,τι έχουμε είναι τώρα το παρελθόν» (σελ. 114).
Παράλληλα, μην μπορώντας να αντέξει την απώλεια, αποξενώνεται, απομονώνεται στον εαυτό του και απέχει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από την επιτυχημένη και αναγνωρισμένη εργασία του, προκαλώντας την οργή και την απογοήτευση όλων των συντελεστών και συνεργατών του, στο κινηματογραφικό στούντιο Μπάμπελσμπεργκ στο Πότσνταμ, έξω από το Βερολίνο και ιδιαίτερα του παραγωγού ταινιών Άλμπερτ Σαξ. Προκειμένου να διαχειριστεί το βαρύ πένθος του, παρακολουθείται από νευρολόγο και ψυχοθεραπευτή και φροντίζει να παίρνει επιμελώς τα αντικαταθλιπτικά χάπια του. Η μόνη παρηγοριά του πια στην ξένη χώρα που ζει, μόνος πλέον, είναι η αναζήτηση του πατέρα του. Τι άνθρωπος ήταν και γιατί η μητέρα του απέφευγε συστηματικά να μιλήσει γι’ αυτόν στα παιδιά της;
Μαζί με τη θλίψη που τον έχει κυριεύσει, ξεκινάει τις έρευνές του από τους λιγοστούς ανθρώπους που συνδέονταν με τον πατέρα του. Στο θολό τοπίο αυτής της απέλπιδας προσπάθειάς του, ξαφνιάζεται όταν διαπιστώνει ότι το επώνυμο που επέλεξε η μητέρα του στη Γερμανία ήταν το Γαρίπη, παραφθορά της λέξης Γκαρίπ (=ξένος, περίεργος), δηλαδή ακριβώς όπως αισθάνεται ο ήρωας τώρα.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε σύντομα επιμέρους κεφάλαια που διευκολύνουν τη μεταβατική ανάγνωση και την αφηγηματική ροή. Ένα έργο με ανθρωπιστικές, κοινωνικές και ιστορικές προεκτάσεις, που πραγματεύεται λογοτεχνικά την ιστορία των Ρωμιών του Πόντου που χωρίστηκαν με βάση το θρήσκευμα και τις αρνητικές συνέπειες στην ψυχολογία των ατόμων και των οικογενειών τους. Επίσης, αποτελεί μια ωδή στην ανιδιοτελή και αναντικατάστατη μητρική αγάπη, στον προσωπικό πόνο της απώλειας, αλλά και συνάμα θίγει τα φλέγοντα και επίκαιρα μεταναστευτικά ζητήματα. Περιγράφεται η ψυχολογία των ανθρώπων που ζουν ως ξένοι, αναγκαστικά μακριά από τις πατρίδες τους, έχοντας ως μοναδικό στήριγμα στη νέα τους ζωή, τους δικούς τους ανθρώπους που κάποιοι από αυτούς, τους ακολούθησαν στο φευγιό τους. Όταν όμως τα στηρίγματα χάνονται, η βαριά μοναξιά και η ατομική αλλοτρίωση καλύπτουν τη νέα πραγματικότητα και η προσαρμογή σε αυτήν γίνεται δυσβάσταχτη και πνιγηρή. Κι όμως, η ανθρώπινη συνθήκη μέσα από τα δεινά που την κατατρύχουν μπορεί να αναγεννηθεί και να θριαμβεύσει, ακόμη κι όταν όλες οι ψυχικές δυνάμεις μοιάζουν να έχουν κατακρημνισθεί ανεπιστρεπτί.