Το de profundis του Πασκάλ Μπρυκνέρ

Παιδικά τραύματα συγγραφέων. Δεν διαφέρουν από των άλλων ανθρώπων, είναι όμως τα μόνα καταγεγραμμένα μέσα από το πρίσμα της μυθοπλασίας. Άρα η πλοκή δίνει μια χροιά αποδεκτής δεσποτείας. Ίσως και μέσω της γραπτής αποκάλυψης να ξορκίζεται ένα φάντασμα, να θηλυκώνει ο πόνος μέσα στο έργο. Δίχως απαραίτητα να πρέπει να εξηγηθεί: απλώς υπάρχει.

Ο Κάφκα γράφει για την επώδυνη σχέση με τον πατέρα του. Ο Μπουκόβσκι δεν έχει έλεος όταν αναφέρεται στον δικό του. Ο Σάμουελ Μπέκετ, πάλι, αναπολεί τις ημέρες που περπατούσε χέρι χέρι με τον πατέρα του στο πάρκο και έγραφε γι’ αυτόν ότι μεγαλώνει με μια «χαριτωμένη φιλοσοφία».

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ αποπειράται να γράψει το δικό του de profundis και η καταβύθιση περιλαμβάνει πολλά στρώματα πόνου (φυσικού και ψυχολογικού), θλίψης, αποδρομής της χαράς, μοναξιάς και μίσους που δεν μπορεί να καταλαγιάσει. Γράφει για την οικογένειά του με τη μετέπειτα γνώση του ενήλικα και γνωστού πλέον συγγραφέα που ως άλλος Κοντορεβιθούλης προσπαθεί να συλλέξει τα σπόρια που άφησε στον διάβα του μέχρι να φτάσει στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τότε δηλαδή που ρίζωσε μέσα του το αλύγιστο οικογενειακό βάρος. Ο Μπρυκνέρ έζησε σε ένα σπίτι κόλαση με τον σατράπη πατέρα του να είναι η φυσική αναπαράσταση του κακού. Τραχύς, βίαιος, ανοικτίρμων, φίλα προσκείμενος στους ναζιστές, σφόδρα αντισημίτης (καίτοι αποδεικνύεται πως έχει κάνει περιτομή), κακότροπος και γαργαντουϊκός ως προς τα πάθη του (φαγάς και γυναικάς). Ένας άνθρωπος που καθόρισε τη μοίρα της οικογένειάς του με τον ίσκιο και τη χολώδη παρουσία του. Ο μικρός Μπρυκνέρ προσεύχεται να πεθάνει ο πατέρας του ή να βρει ο ίδιος το κουράγιο να τον σκοτώσει. Η μητέρα του, ασθενική όπως και ο Μπρυκνέρ, δέχεται στωικά τα χτυπήματα, τις ιταμότητες, τον εκμηδενισμό της προσωπικότητάς της. Η μοναδική εκδίκηση που προσφέρει στον σύζυγό της είναι να πεθάνει πιο νωρίς από αυτόν αφήνοντάς τον δίχως εύκολο θύμα. Οι στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς στο σπίτι των Μπρυκνέρ είναι ελάχιστες και αυτοεκμηδενιζόμενες. Ο Πασκάλ μαθαίνει να ζει με την έλλειψη της πατρικής φιγούρας και με την υπερπροστασία της μητέρας του. Εύχεται να μην τους μοιάσει όταν θα κάνει τη δική του οικογένεια και προσπαθεί να επαναστατήσει και να ξεφύγει από τον αδιάρρηκτο κύκλο της βίας και του φόβου.

Ο Μπρυκνέρ γράφει για την ασθενική του κράση, χρειάστηκε να περάσει μεγάλο διάστημα στα βουνά της Αυστρίας για να θεραπεύσει μια πάθηση στους πνεύμονές του, για τη μαθητεία του στο σχολείο των Ιησουιτών, για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, αλλά και για τη θετική επίδραση που είχαν πάνω του τα βιβλία. Ο γραπτός λόγος και οι ιστορίες είναι το παράθυρο για την κατανόηση, τη μεταμέλεια, την περιέργεια, τον άλλο κόσμο που μέχρι πρότινος ήταν κρυμμένος. Ό,τι του αρνήθηκε ο πατέρας του, έγινε η δική του αφορμή για δημιουργία και έμπνευση. Φευ, ακόμη κι αυτήν ο πατέρας του ποτέ δεν την αποδέχθηκε και δεν την εξύμνησε. Ακόμη και όταν ο γιος του έγινε γνωστός για τα βιβλία του, ο πατέρας του συνέχισε να τον κακολογεί και να τον μειώνει.

Γράφει, όμως, και για τους άλλους πατέρες που χρειάστηκε μέσα του να σκοτώσει για να προχωρήσει τη συγγραφική ζωή του: τον Ζαν Πολ Σαρτρ και τον Ρολάν Μπαρτ. Με οξύνοια, χιούμορ και αβίαστη τρυφερότητα σκιαγραφεί το Παρίσι του Μάη του ’68, την περιβόητη αριστερή όχθη, τα πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, αλλά και τα κατοπινά χρόνια της κατάρριψης των ειδώλων που οι εξεγερμένοι νέοι είχαν φτιάξει. Το βιβλίο είναι ένα credo του Πασκάλ Μπρυκνέρ που κινείται από την παιδική ηλικία έως αυτή της ωριμότητας. Η προσπάθειά του δεν είναι να δικάσει τον πατέρα του ή να τον εκδικηθεί για όσα του προκάλεσε. Υπάρχουν στιγμές άφεσης και απόρριψης, καταιγιστικής πικρίας, αλλά και ανήμπορης αποδοχής. Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ ήταν τόσο καλός γιος, όσο καλός ήταν και ο πατέρας του.  Ο συγγραφέας Πασκάλ Μπρυκνέρ βρήκε τον δρόμο του αφού χρειάστηκε να λειτουργήσει ως άλλος τρωγλοδύτης μέσα στο σπίτι του και να κερδίσει μέσω της μοναχικότητας τη συνάφεια με τα βιβλία. Έγινε καλύτερος από τον πατέρα του; Έγινε άλλος, θα πει, έκανε τα δικά του λάθη, τα παιδιά του, ενδεχόμενα, θα έχουν να κάνουν τα δικά τους παράπονα για τον μπαμπά Πασκάλ. Όμως, ο ίδιος, κρίνοντας τον εαυτό του και προσπαθώντας να τον δει μακροσκοπικά, θέλει να πιστεύει ότι δονείται από μια αισιοδοξία και μια έκρηξη τρυφερότητας για τις δυνατότητες των ανθρώπων και του κόσμου. Σε αντίθεση με τον επιστήθιο φίλο του, τον γνωστό Γάλλο φιλόσοφο Αλέν Φινκελκρότ, διατηρεί αναλλοίωτο μέσα του το φρόνημα της θετικής σκέψης. Όπως γράφει, κλείνοντας αυτό το βιβλίο, «ελπίζω να μείνω αθάνατος ως τη στερνή μου ανάσα».

Γνωστός από τα φορτισμένα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» και «Το θείο βρέφος», ο Μπρυκνέρ σε τούτο το προσωπικό αφήγημα εμφανίζει μια άλλη εκδοχή της γραφής του. Περισσότερο λυρική, με τη μάσκα της έκπληξης και της πρόκλησης να λείπει από τις λέξεις του. Δεν ζητάει απαντήσεις, στέκει αμήχανος στις ερωτήσεις που θέτει, στοχάζεται τους τριγμούς της ζωής του, κάνει έναν πρώτο απολογισμό και τελικά προχωράει με μια ευφραντική αδημονία για το μέλλον. Ο πατέρας του, έτσι και αλλιώς, δεν ζει πλέον για να τον βασανίζει.

Η πολύ καλή μετάφραση και οι σημειώσεις ανήκουν στον Γιάννη Στρίγκο.