Ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Μάνης, τον Γερολιμένα, επιλέγει ως σκηνικό του τρίτου της μυθιστορήματος «Ένας χωρισμός» η Katie Kitamura. Πρόκειται για μία εσωστρεφή αφήγηση ενός μυστηρίου που ξετυλίγεται αργά, σ’ έναν ξένο τόπο που γίνεται αναπάντεχα οικείος. Ένα βιβλίο που μιλά για τον χωρισμό του ζευγαριού, την απώλεια, τις διαπροσωπικές σχέσεις, την αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας και το βάρος των κοινωνικών ρόλων, και για το πώς επιλέγουμε να αφηγηθούμε την πραγματικότητα στον εαυτό μας.

Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια έχει χωρίσει με τον σύζυγό της, Κρίστοφερ, εδώ και έξι μήνες, όμως ακολουθώντας την προτροπή του αποφεύγουν ακόμη να το ανακοινώσουν – δεν έχουν βρει ακόμη τον τρόπο να πουν την ιστορία του χωρισμού τους. Έτσι, όταν η μητέρα του Κρίστοφερ της τηλεφωνεί επειδή δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του –υποτίθεται πως λείπουν σε ταξίδι στην Ελλάδα αλλά δεν απαντά στο τηλέφωνό του–, εκείνη ξαφνιάζεται: δεν πήγε μαζί του, δεν ξέρει πού είναι, συμφωνεί να πάει να τον βρει. Όταν η πεθερά της κανονίζει τα πάντα –εισιτήριο, ξενοδοχείο, πληροφορίες–, αποφασίζει να πάει για να ξεκαθαρίσει επιτέλους τη σχέση τους.

Φτάνοντας όμως στον Γερολιμένα βρίσκεται μπροστά σε ένα «άδειο τοπίο»: το δωμάτιό του είναι εγκαταλειμμένο κι εκείνος άφαντος, το ξενοδοχείο δεν έχει κόσμο καθώς η σεζόν έχει τελειώσει, κι επιπλέον όλη η περιοχή είναι κατεστραμμένη από τις μεγάλες πυρκαγιές (μάλλον η συγγραφέας είχε στον νου της τις φωτιές του 2007), τα πάντα είναι σκεπασμένα από μία μαύρη στάχτη. Υποχρεωμένη λοιπόν να περιμένει, σχετίζεται με τους ανθρώπους γύρω της: ο Κώστας, ο κονσιέρζ του ξενοδοχείου, είναι εξυπηρετικός μαζί της, η Μαρία, η υπάλληλος της ρεσεψιόν, την αντιμετωπίζει με κάποια επιφύλαξη ή ίσως αντιπάθεια, ενώ ένας ντόπιος οδηγός ταξί, ο Στέφανος, είναι πολύ φιλικός και ταυτόχρονα μυστηριώδης – αυτό πάντως που φαίνεται σίγουρα να τον απασχολεί είναι τα συναισθήματά του για τη Μαρία, που δεν βρίσκουν ανταπόκριση.

Όσο για τον εξαφανισμένο σύζυγο, αυτός έγραφε μία μελέτη για τις τελετουργίες του πένθους ανά τον κόσμο, το τρίτο του προσωπικό βιβλίο, και φαίνεται πως ταξίδεψε στην Πελοπόννησο ώστε να απομονωθεί και να ερευνήσει την αρχαία παράδοση της μανιάτισσας μοιρολογίστρας. Όμως ήταν και ένας αθεράπευτος γυναικάς, κάποιος που δεν σταματούσε ποτέ να φλερτάρει, να παίζει τον ρόλο του κυνηγού αρσενικού. Κι έτσι τα πράγματα περιπλέκονται, οι σχέσεις των χαρακτήρων αποκτούν μια υπόγεια ένταση και υπάρχουν υπόνοιες για πολλά ενδεχόμενα. Όταν στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Κρίστοφερ βρεθεί, οι γονείς του θα φτάσουν κι αυτοί στον Γερολιμένα, ένα δεύτερο ζευγάρι που έχει περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή μαζί, κι έτσι θα αναδειχθεί ένα νέο τρίγωνο δυναμικών και ενδεχόμενων σχέσεων μαζί με την κεντρική μας ηρωίδα.

Αυτό που καταρχήν επιτυγχάνει η Katie Kitamura στο μυθιστόρημά της, με την καθαρή της πρόζα και τη συνειρμική μερικές φορές γραφή της, είναι να μας παρασύρει στον κόσμο της ηρωίδας της, να μας κάνει να δούμε τα πράγματα από τη δική της οπτική γωνία. Σε ολόκληρο το κείμενο παρακολουθούμε την προσωπική της φωνή, καθώς βλέπει, στοχάζεται και εξετάζει όσα συμβαίνουν γύρω της, και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου.

Αυτή η ηρωίδα παραμένει ανώνυμη και κατά κάποιο τρόπο διαφανής. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι έχει επιλέξει το επάγγελμα του μεταφραστή, που το σημαντικότερο προσόν του είναι να μεταδώσει κάτι άλλο κι όχι το δικό του προσωπικό στίγμα («το σημαντικότερο καθήκον του μεταφραστή είναι να δείχνει αόρατος»). Έτσι, ο χωρισμός του τίτλου έχει να κάνει επίσης με περισσότερα πράγματα που την αφορούν: ο χωρισμός στον γάμο της, η διάκριση ανάμεσα σε όσα αισθάνεται και σε όσα είναι υποχρεωμένη να δείχνει προς τα έξω (εξακολουθεί να παραμένει η σύζυγος που αναζητά τον άντρα της), η απόσταση που κρατά από τους ανθρώπους γύρω της καθώς προτιμά να διερευνά θεωρητικά τα κίνητρα και τις συμπεριφορές τους παρά να τα ξεκαθαρίζει ευθέως.

Ενώ το ταξίδι για τον σύζυγό της ήταν μια δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου του –ακόμη κι αν υποτίθεται ότι έχει πάει για να γράψει, εκείνος φλερτάρει, τον βλέπουν να τριγυρίζει στην εξοχή–,  το ταξίδι της αφηγήτριας αποτελεί μέρος της ίδιας της της ταυτότητας, μια αναζήτηση υπαρξιακή. Εκείνη χαίρεται μόνο για λίγο την άνεση της πισίνας, τη γραφικότητα της περιοχής, κι έπειτα όλα καλύπτονται από μία αμφίσημη αγωνία –που εντείνεται όσο ο σύζυγός της εξακολουθεί να απουσιάζει–, από υποθέσεις και αμφίβολες ανησυχίες, από μια εξαντλητική απόπειρα κατανόησης των στοιχείων που την περιβάλλουν, ενώ παράλληλα εξετάζει προσεκτικά τον ρόλο της μητέρας, της συζύγου, και της ερωμένης (πιθανής ή πραγματικής) στη ζωή ενός άντρα, όπως ο Κρίστοφερ.

Το «Ένας χωρισμός» είναι η ιστορία μιας μυστηριώδους εξαφάνισης, αλλά το πρόταγμα δεν δίνεται στις περιελίξεις της πλοκής, στη δράση και στην αγωνία σχετικά με την εξέλιξη των γεγονότων, εδώ έχουμε περισσότερο ένα βιβλίο σκέψης και ανάλυσης, όπου μέσα από έναν τόνο ολότελα προσωπικό το καθημερινό στοιχείο μετουσιώνεται και ανάγεται σε μια περιοχή ευρύτερη και καθολικότερη της ανθρώπινης ζωής.