«Ένα ξωτικό τρύπωσε στον Κήπο της Ουτοπίας,
Άνοιξη προς καλοκαίρι ήτανε,
και αναστάτωσε τη μακαριότητα των κατοίκων του,
σκορπώντας φύλλα με ποιήματα γραμμένα στον αφρό του χρόνου.
Κι έτσι, το ξωτικό, που έρχεται απ’ το μέλλον,
Μετέτρεψε την Ουτοπία σε Τόπο»
Η Στέλλα Καραμπακάκη είναι απόφοιτη του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και το 2009 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Οι άντρες είναι σαν τα παπούτσια». Το 2010 κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Ένα ξωτικό στον κήπο της Ουτοπίας», το οποίο βασίζεται σε μια συλλογή πεζών του πατέρα της, Βασίλη Καραμπακάκη, που εκδόθηκε το 1998, «Ο κήπος ή παραλλαγές στο θέμα της Ουτοπίας» (είχε κερδίσει το α΄ βραβείο πεζογραφίας του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός). Ο Βασίλης Καραμπακάκης σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και Πολιτική Κοινωνιολογία στην Αγγλία. Άρθρα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στο «Critique», στην «Ουτοπία», στα «Τετράδια», στον «Περίπλου», στη «Νέα Οικολογία» και άλλα έντυπα.
Δύο συγγραφείς, πατέρας και κόρη, γράφουν το «Ένα ξωτικό στον κήπο της Ουτοπίας», προσφέροντάς μας ένα πρωτότυπο δημιούργημα γραφής. Τα πεζά κείμενα του βιβλίου τα έγραψε ο πατέρας την περίοδο 1995-1997, ενώ τα ποιήματα τα έγραψε η κόρη του το 2010. Έτσι, πεζογραφία και ποίηση οδεύουν μαζί στο ταξίδι του ξωτικού στον κήπο της Ουτοπίας χαρίζοντάς μας διπλή συγκίνηση.
Οι αφηγήσεις συνοδεύονται από ένα ή περισσότερα ποιήματα τα οποία έχουν πάρει την αφόρμησή τους από τα πεζά κείμενα. Έτσι, το πρώτο πεζό, «Ο κήπος», «… ο κήπος μέσα στο λυκόφως, το ατέλειωτο παιχνίδι, το τρεχαλητό, το ξάναμμα και το λαχάνιασμα, με το γλυκό αποκάρωμα το γεμάτο ευδαιμονισμό, με τα κοριτσίστικα πρόσωπα ολόγυρά μου…» (σελ.16), ακολουθείται από το ποίημα «Το ξωτικό». Οι «Δυστοπίες», «… Κόκκινο μπρούσκο κρασί και ο νους θολώνει, κι αρμενίζει σε παράξενες θάλασσες φτιαγμένες από όνειρα και επιθυμίες που φουρτουνιασμένες παλεύουνε να σκεπάσουν ηδονικά τα νησιά της δυστοπίας, κι ύστερα να γαληνέψουν, να παίξουν, να τρικυμίσουν ευφρόσυνα…» (σελ.19), ακολουθούνται από τα παρακάτω ποιήματα: «Η πνιγμένη πριγκίπισσα», «Φαρμάκι το φιλί», «Κομμάτια». Συνολικά το βιβλίο περιέχει 39 πεζά και 21 ποιήματα, τα οποία λειτουργούν όπως τα χορικά άσματα στην τραγωδία. Τα επεισόδια, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι τα πεζά κείμενα, εναλλάσσονται με τα χορικά άσματα (τα στάσιμα), που εδώ είναι τα ποιήματα.
Πατέρας και κόρη ταξιδεύουν ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αναφέρονται σε ξεχασμένους μύθους και σε αναμνήσεις δικές τους, πολλές φορές συνδέοντάς τες, όπως στην περίπτωση της νεράιδας από τα ποιήματα του βιβλίου, την οποία η συγγραφέας «έπλασε» καθώς περιπλανιόταν στο νησί της, στον Πόρο. Η γλώσσα των πεζών είναι μεστή σε νοήματα, ρέουσα και ευθύβολη που υπηρετεί την ποιητική αφήγηση, εμπλουτισμένη με στοχασμό και ελπίδα για την μετατροπή της Ουτοπίας σε Τόπο. Αφηγήσεις και ποιήματα, πλούσια σε εικόνες και μελωδίες, με αναφορές σε μύθους, αναζητώντας όμως πάντοτε έναν και μοναδικό προορισμό, αυτόν της Ουτοπίας, «… παίζοντας, αναποιούν χώρο και χρόνο, αναποιούν και εαυτούς ως βουληφόρους ποιητές ουτοπικούς, ποιητές ερωτικούς, ποιητές ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων» (σελ.75).