Το παρόν βιβλίο ποίησης δεν είναι ούτε ανθολογία ούτε συλλογή. Τα ποιήματα εδώ είναι διαπλεγμένα, διαδεχόμενα το ένα το άλλο χωρίς την υπογραφή του ποιητή κάτω από το καθένα. Το ποιο ανήκει σε ποιoν το βρίσκει κανείς στα περιεχόμενα. Αν πρέπει να αναζητηθεί ένα κριτήριο ή μια αναγκαιότητα για την επιλογή τους αυτή, ίσως να βρεθεί στο να έχει αποτελέσει το βιβλίο μια κοινή αφήγηση, μια εικονοποιία ροής. Συνεπώς το ερώτημα είναι αν κατάφερε τελικά το βιβλίο να κάνει τους ποιητές δικούς του, αν κατάφερε να γίνουν οι ποιητές τα υλικά του. Η δική μου αίσθηση είναι ότι ναι.
Για τους περισσότερους από τους εννέα συγκατοίκους του βιβλίου (Καλλιόπη Αναστασάκη, Γεράσιμος Βουτσινάς, Ειρήνη Γεωργαντά-Δέδε, Μαρία Κανάκη, Μαρία Παναγοπούλου, Σίλικα Ρηγοπούλου, Ηλίας Σεφερλής, Αγγελίνα Σπανού και Αντιγόνη Φέσσα), αυτή είναι η πρώτη τους εκδοτική έξοδος. Διαφορετικά ύφη, ψυχικές κινήσεις και τεχνήματα, συναντιούνται σε ένα πεδίο, υποσυνείδητης σύμπλευσης. Αυτό που τους εγκαθιστά σε κοινό έδαφος, το ενωτικό στοιχείο, είναι το πρώτο άδραγμα της ποίησης, η συνάντηση με το πρωταρχικό ποιητικό ένστικτό που γίνεται μια αφήγηση. Η αθωότητα με την οποία μεταφέρουν την ποιητική τους εμπειρία, αφήνει παρ’ όλα αυτά το περιθώριο στον αναγνώστη να νιώθει τις διαφορετικές πνοές, τη διαφορετική θερμοκρασία στις φωνές. Τα πεζοποιήματα που διαφέρουν μορφικά και είναι αρκετά, λειτουργούν σαν στίξη στον ποιητικό, εσωτερικό μονόλογο που προσχώνει κοινό έδαφος. ‘Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις αντιστοιχούν βέβαια στη δική μου προσωπική ανάγνωση.
Στο βιβλίο συναντώ τα πρώτα κοιτάσματα του ποιητή. Υπάρχουν ποιήματα που αντηχούν σαν ένας μύθος ή τραγούδι της απομαγευμένης νεότητας, της επιθυμίας για δάκρυ, της ψευδαίσθησης, της μεταμόρφωσης, της απειλητικής προσαρμογής, όλης της μύησης του ανθρώπου προς αυτό που θα τον κάνει ανθεκτικό για την τελική του θέση, για την οποία είναι ανύποπτος ακόμα. Εδώ βρισκόμαστε στον μιθριδατισμό της ζωής για την απώλεια. Ενώ η γλώσσα είναι απλή σε κάποια ποιήματα, η συνάρθρωση των λέξεων κάνει να προκύψει το είδος της ποιητικότητας που φωτίζει ένα καινούριο νόημα, κάποιες από τις άπιαστες λεπτομέρειες. Είναι το σημείο όπου φυτρώνει το καινούριο. Όσο τετριμμένο κι αν ακουστεί, προσπάθησα αρκετά να βρω μιαν άλλη λέξη, η ποίηση πρέπει να διαθέτει σαγήνευση, να διαθέτει μια παράξενη ομορφιά που συχνά περνά μέσα από μια α-σχημία (δίχως σχήμα) και η ομορφιά έχει κάτι τόσο ανένδοτο όσο και το τέλος. Είναι το αντίδοτο.
Η ποίηση στο βιβλίο πετυχαίνει τον σκοπό της, δηλαδή να υπαινιχθεί ένα νόημα που βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη χειραγώγηση, μια γνώση που βρίσκεται στους χάρτες των μεταφορών των ποιητών, μια αλληγορία του αθέατου. Εκεί φτάνουν οι ποιητές, ο καθένας από διαφορετικά ή και αντιθετικά μονοπάτια, σαν η ποίηση να ήταν μια θάλασσα που στην ακτή της τελικά κολυμπούν όλοι. Και οι αναγνώστες.