«Φκιάξανε το Θεό σύμφωνα με το μπόι τους

και δεν περίσσευε Θεός για παιδιά»

Το να ξαναγυρίζεις σε βιβλία που διάβασες στο παρελθόν, σε άλλες ηλικίες και εποχές που μπορεί ψυχολογικά να τις χωρίζουν αποστάσεις μεγάλες από τον σημερινό σου εαυτό, είναι γλυκόπικρο. Μα όσες φορές το έκανα, με ανακούφιση διαπίστωσα ότι κατά τη δεύτερη, «ώριμη» ανάγνωση τα αισθήματα που γεννήθηκαν στην καρδιά μου (γιατί λογοτεχνία που δεν σε συγκινεί συναισθηματικά λογοτεχνία δεν είναι, κατά την εκτίμησή μου), ήταν τα ίδια σε ποιότητα και ένταση με εκείνα του πρώτου διαβάσματος. Η διαπίστωση αυτή ισχύει απολύτως για το εμβληματικό ίσως έργο του πολυγραφότατου Μενέλαου Λουντέμη, «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» (μαζί με το «Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος» που εκδόθηκαν και τα δύο το 1956).

Τον Μενέλαο Λουντέμη (1912-1977, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Βαλασιάδη), τον ανακάλυψα μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Δημήτρη Χατζή, εκεί στο πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, στη βιβλιοθήκη του πατρικού μου σπιτιού. Και τους τρεις τους αγάπησα, για διαφορετικούς λόγους και για έναν κοινό που τους ενώνει: το βλέμμα τους το στραμμένο στον άνθρωπο και στο δράμα του, το εσωτερικό-ψυχολογικό αλλά και το κοινωνικό. Μα τον Λουντέμη τον ξεχώρισα για πάντα για το συναίσθημα, γνήσιο και ακατέργαστο, της γραφής του και για τις εικόνες που πλάθει ολοζώντανες η γλώσσα του – ιδιαίτερη και ποιητική.

Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν την ιστορία του Μέλιου –στην υπέροχη αισθητικά επανέκδοση από τον «Πατάκη», με ένα όμορφο εξώφυλλο «διάστικτο» μ’ άστρα–, βρήκα και πάλι εκείνους τους ήρωες που με έκαναν τόσο να κλάψω με τα όσα ζουν στις σελίδες του βιβλίου, όχι μόνο για τα βάσανά τους, αλλά και για το μεγαλείο της ανθρωπιάς που βρίσκει τον τρόπο, αν υπάρχει μέσα σου η σπίθα της, να αντέξει και κάποτε να νικήσει… Ο Μέλιος, ένα αγόρι πεντάρφανο όπως έλεγε η γιαγιά μου για όσους είναι μόνοι τους στον κόσμο, μεγαλώνει σε ένα χωριό ως παραγιός αλλά τον καίει ο καημός για τα «γράμματα». Θα τα καταφέρει να μαζέψει χρήματα και να κατέβει στη μεγάλη πόλη για να πάει στο σχολείο, το εξατάξιο γυμνάσιο της εποχής. Αλλά αυτό είναι η μόνο η αρχή για την περιπέτειά του σε μια κοινωνία όπου δεν περισσεύει ούτε μια στάλα αγάπη για εκείνον. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται, γιατί ο Μέλιος αν και θα παλέψει με την αδικία, τη φτώχεια και το κτήνος που συχνά κουμαντάρει την ανθρώπινη συμπεριφορά, θα συναντήσει και την αγάπη εκεί που δεν την περιμένει – στους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, που μόλις επιβιώνουν: ο μπαρμπα-Ανέστης που θα του ανοίξει το σπίτι του, ο επιστάτης του σχολείου ο μπαρμπα-Θόδος, ο καθηγητής Σκαμβούρας και, πάνω απ’ όλα, ο τσιγγάνος Μπίθρος, μία μορφή που πραγματικά σου μένει αξέχαστη όπως την αποδίδει ο Λουντέμης. Ο Μέλιος θα μάθει όσα γράμματα μπορεί, θα ερωτευτεί και θα αρρωστήσει από αγάπη, θα αντέξει τα πάντα και δεν θα αφήσει στιγμή την ψυχή του να λερωθεί από το μίσος.

Πέρα από το μήνυμα του βιβλίου, σύμφωνο με την ιδεολογική τοποθέτηση του Λουντέμη αλλά αληθινό, χωρίς παραμορφώσεις και διαχρονικό, το βιβλίο ανήκει δικαίως στα κλασικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας και για δύο ακόμα λόγους: για τη δύναμη της γλώσσας που όσο κι αν μοιάζει μακρινή σήμερα, σε κλείνει μέσα στα μάγια της μέχρι την τελευταία σελίδα και για τη δύναμη στο χτίσιμο των χαρακτήρων που εντυπώνονται στο μυαλό σου και τους αναγνωρίζεις και στη σύγχρονη εποχή, κι ας έχουν περάσει εξήντα σχεδόν χρόνια από την πρώτη έκδοση του βιβλίου. Μία μικρή αναφορά εδώ στους δύο πιο αγαπημένους μου που δεν ανήκουν στους πρωταγωνιστές: στην ερωτευμένη και απελπισμένη μαθήτρια Βελίκω, που βρίσκει το θάρρος να παλέψει για έναν έρωτα που δεν έχει καμιά ελπίδα και προοπτική, και στον αρχηγό της συμμορίας των «Περσών», τον Δακρυτζίκο, ένα παιδί που καμώνεται το σκληρό και άκαρδο «αλάνι», μα όχι μόνο έχει καρδιά, αλλά κυρίως έχει τη δική του ηθική. Και τις δύο φορές που διάβασα το βιβλίο παραμένουν οι αγαπημένοι μου και οι ξεχωριστοί μου από το πλήθος των χαρακτήρων που έπλασε ο Λουντέμης.

Κλείνοντας, προτείνω για όσους σαν και εμένα έχουν διαβάσει το βιβλίο μικροί, να το διαβάσουν ξανά: τα κλασικά έργα αυτή την ιδιότητα έχουν, μπορείς να τα διαβάσεις άπειρες φορές και να μην μειώνεται σε τίποτα η απόλαυση που σου προσφέρουν. Επίσης, αν έχετε παιδιά εκεί στο έμπα της εφηβείας, χαρίστε τους το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα». Είμαι σίγουρη ότι θα το αγαπήσουν, όπως κι εμείς.