Μια αναλαμπή ελπίδας στις πιο σκοτεινές και βίαιες στιγμές
Ο Φρεντιάνο Σέσι, συγγραφέας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και σύμβουλος εκδόσεων, ζει και εργάζεται στη Μάντοβα. Διδάσκει Γενική Κοινωνιολογία στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπρέσα, είναι καθηγητής στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα διδακτικής του Ολοκαυτώματος στο Πανεπιστήμιο Roma Tre, καθώς και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος Άουσβιτς στις Βρυξέλλες. Συνεργάζεται με το πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας «Κοριέρε ντέλα Σέρα».
Τον Οκτώβριο του 1940, η νεαρή ηρωίδα της ιστορίας, η Ελίζα –φανταστικό πρόσωπο–, ένα κορίτσι με εβραϊκή καταγωγή που ζει στη Βιέννη με την οικογένειά της, αναγκάζεται να βιώσει όσα βίωσαν πλήθος Εβραίων της Ευρώπης, θύματα των Ναζί. Η ίδια και η οικογένειά της εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εστία τους και κάτω από δύσκολες συνθήκες να φτάσουν στο γκέτο της Βαρσοβίας, που θεωρούνταν το μεγαλύτερο της Ευρώπης, με περισσότερους από πεντακόσιες χιλιάδες Εβραίους, σε μια έκταση όπου παλιότερα ζούσαν λιγότεροι από εξήντα χιλιάδες Πολωνοί. Το γκέτο περιβαλλόταν είτε από τείχη είτε από αγκαθωτό συρματόπλεγμα και το φρουρούσε η γερμανική Αστυνομία. Ασφαλώς οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στο γκέτο ήταν οικτρές και απάνθρωπες. Η πείνα, οι επιδημίες και γενικότερα η εξαθλίωση ήταν τα βασικά στοιχεία. Στριμωγμένοι σε σπίτια ερειπωμένα, χωρίς τουαλέτες τα περισσότερα και με λίγη τροφή, βασανίζονταν καθημερινά. Πολλοί Εβραίοι μεταφέρονταν από το γκέτο της Βαρσοβίας σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και στη συνέχεια σε κέντρα εξόντωσης.
Η Ελίζα μαζί με τους γονείς της αρχικά θα εργαστούν για μήνες σε ένα πριονιστήριο του ναζιστικού στρατοπέδου εργασίας Σταραχοβίτσε, κοντά στην πόλη Ράντομ. Πάντα έλπιζε ότι οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες κάθε φορά που τους μετέφεραν σε άλλο στρατόπεδο. Όπως καταγράφει η ίδια στο ημερολόγιό της, «Δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά. Ούτε λόγος για ξεκούραση. Ακόμα κι όταν πηγαίνουμε στο παράπηγμα να κοιμηθούμε, παρότι είμαστε εξουθενωμένες, δεν μας παίρνει ο ύπνος αμέσως» (σελ. 49). Και συνεχίζει: «Έπειτα από τόσες μέρες δουλειάς, τα χέρια μου είναι γεμάτα πληγές από τα άπειρα καρφιά που κουβαλάω» (σελ. 50). «Όταν πλενόμαστε, μια φορά την εβδομάδα, κάτω από το κρύο ντους ακόμα και τον χειμώνα, δεν έχουμε καν σαπούνι για να βγάλουμε από πάνω μας τη λάσπη, τη σκόνη, τις σκουριές και τα πριονίδι που κολλάνε πάνω στο δέρμα μας και το ερεθίζουν» (σελ. 52). Διακατέχεται από μια αόριστη και αβάσιμη νεανική ελπίδα ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν προς το καλύτερο. Άραγε εντέλει θα επιβιώσει η ίδια και η οικογένειά της;
Μέσα από τα μάτια και τα λόγια ενός οκτάχρονου κοριτσιού παρακολουθούμε τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή ημερολογίου το οποίο καταγράφει η ίδια η Ελίζα. Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο « Σελίδες από το ημερολόγιο της Ελίζας 1940-1942». Η ίδια σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μας δίνει τα πιο σημαντικά γι’ αυτήν γεγονότα και καταγράφει τις σκέψεις της. Το δεύτερο μέρος φέρει τον τίτλο « Αναμνήσεις από τα γεγονότα που συνέβησαν μετά την 24η Δεκεμβρίου 1942». Και στο τέλος έχει ένα παράρτημα με τις ιστορικές γνώσεις σχετικά με τον ναζισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η αφηγηματική συνήθεια του συγγραφέα αφορά την καταγραφή πραγματικών ιστοριών (τις περισσότερες φορές με βάση την αρχειακή έρευνα) ανθρώπων που έζησαν πολέμους, καθώς και όσων έζησαν τον ολοκληρωτισμό, δίνοντας έμφαση στο κακό που μαστίζει τις ζωές αθώων ανθρώπων, αλλά παράλληλα προβάλλοντας μια αναλαμπή ελπίδας για τη μελλοντική μείωση των πολέμων και περιορισμό του κακού.