«Πλάσμα της νύχτας»

Χρόνια στη νύχτα και στην υπηρεσία του Νερουλά, ενός από τα κεφάλια της νύχτας, ο Νο αποφασίζει να αποχωρήσει από την κόλαση. Να γυρίσει στη μέρα. Έπειτα όμως από έναν χρόνο, επιστρέφει στα γνωστά λημέρια, ως Στίβι πλέον, και είναι αναγκασμένος να ακολουθεί τις εντολές και διαταγές του μπος. Σωματοφύλακάς του, παρών σε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, σε δολοφονίες παντός τύπου και πολλά άλλα, η καθημερινότητά του.  Σκληρός και αδίστακτος, ξαφνικά βρίσκεται βουτηγμένος ως τον λαιμό στον βούρκο. Ενώ δύο πράγματα έχει πάντα κατά νου, να ανακαλύψει τι απέγιναν τρία κορίτσια του μαγαζιού που εξαφανίστηκαν και να εξοντώσει το αφεντικό του. Γι’ αυτό και όταν του προτείνεται να γίνει «σκύλος», καρφί στη γλώσσα της νύχτας, δε διστάζει καθόλου. Γρήγορα τα δύο σχέδια μπαίνουν σε εφαρμογή και ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα.

Ο Γεώργιος Τζιτζικάκης επιλέγει ένα ιδιαιτέρως δύσκολο θέμα για το νέο του βιβλίο «Ένα δράμι δύναμης». Ανοίγει στους αναγνώστες την πόρτα που οδηγεί στη Νύχτα. Ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ναρκωτικά, προστασία, στριπτίζ, πορνεία, νταβατζιλίκι, συμβόλαια θανάτου… Και χρήμα, πολύ χρήμα. Όπως και κρυφτό. Όλοι κρύβονται από όλους, κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, όλοι είναι εν δυνάμει προδότες. Και όλοι στο τέλος πληρώνουν. Διά στόματος Στίβι τους ξεναγεί στα άδυτα αυτού του μυστικού και σκληρού κόσμου, που σίγουρα πολλοί φλέγονται να γνωρίσουν.

Αυτά σε πρώτο επίπεδο.

Σε ένα δεύτερο, ο πρωταγωνιστής μας ξεναγεί στην Αθήνα –ο αναγνώστης «βλέπει» μέσα από τις βήμα βήμα περιγραφές μια Αθήνα που δεν υφίσταται πλέον σε σύγκριση με τη σημερινή, εν έτει 2016, που έχει αλλάξει δραματικά–, στην κατάσταση που επικρατεί, στο έρεβος της Νύχτας, αλλά και στα μύχια της ψυχής του. Διότι ο Στίβι κατά βάθος δεν ανήκει σε αυτήν τη φάρα. Ένα πληγωμένο παιδί με αμέτρητες ελλείψεις, που βρέθηκε στην κόλαση από ανάγκη, είναι. Από όσα εξιστορεί και εξομολογείται –το κείμενο βρίθει από εσωτερικούς μονολόγους– γίνεται εμφανές ότι έχει ευαισθησίες, πονάει. Εντός του διαρκώς παλεύει με τη φωνή της συνείδησής του που του απευθύνεται σαν υποβολέας επισημαίνοντας κάθε φορά το «σωστό».

Ο συγγραφέας επιλέγοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μαζί με τη σαπίλα και τη δυσωδία της νύχτας ξετυλίγει και την προσωπική ιστορία του Στίβι. Που είναι σίγουρο ότι δεν ταυτίζεται με τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα περιέχει θραύσματα από τη ζωή του.

Χάρη στην κινηματογραφική αφήγηση και στις περιγραφές με τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, δεν είναι λίγες οι φορές που νομίζεις ότι παρακολουθείς ταινία.  Χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα και την αργκό της νύχτας –υπάρχει γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου–, ό,τι λέγεται παίρνει σάρκα και οστά. Με γοργό ρυθμό αφήγησης, κάτι που ανεβάζει την αγωνία του αναγνώστη στο ζενίθ, με στοιχεία προϊδεασμού και ανατροπές που αλλάζουν τα δεδομένα μέχρι τέλους, το «Ένα δράμι δύναμης» είναι γροθιά στο στομάχι. Εκεί που πας να ανασάνεις, έρχεται το επόμενο επεισόδιο και σε διαλύει.

Εν κατακλείδι, ένα είναι σίγουρο. Τίποτα και κανείς δε γλιτώνει από τα δόντια της νύχτας. Άπαξ και έμπλεξες, είσαι χαμένος.