Ο θάνατος είναι το θέμα αυτού του παραμυθιού, ένα από τα «κλασικά» δύσκολα θέματα της παιδικής λογοτεχνίας. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί με το θέμα γράφοντας παραμύθια για πολύ μικρά παιδιά (Μανδηλαράς, Νευροκοπλή κ.ά.). Όλα βοηθάνε στον χειρισμό της απώλειας και της θλίψης. Οι ειδικοί συμβουλεύουν να λέμε στα παιδιά την αλήθεια, να αναφέρουμε τη λέξη θάνατος και να προσέξουμε να μην καλλιεργούμε φρούδες ελπίδες ότι ο εκλιπών θα επιστρέψει. Αυτό μπορεί να συμβεί άθελά μας, αν π.χ. χρησιμοποιούμε τη λέξη «έφυγε» αντί «πέθανε». Κρυφά μπορεί το παιδί να θρέφει την ελπίδα της επιστροφής. Όποιος έφυγε, μπορεί και να επιστρέψει. Η μάταιη προσμονή όμως και η διάψευση των προσδοκιών δημιουργεί μεγαλύτερη θλίψη και έλλειψη εμπιστοσύνης στους ανθρώπους. Δημιουργεί επίσης ένα άγχος ενοχών: μήπως έφυγε επειδή δεν ήμουν αρκετά καλό παιδί;

Μπορεί η φυσική παρουσία του εκλιπόντος να αποκλείεται, αλλά μία σχέση με ένα αγαπημένο πρόσωπο που πέθανε δε σταματά ποτέ. Αλλάζει η σχέση αλλά δεν παύει να υπάρχει. Κι αυτό είναι μια μεγάλη παρηγοριά. Αυτό τονίζουν οι συγγραφείς με αυτό το παραμύθι. Η Νεφέλη αγαπά πολύ τη γιαγιά της που της λέει παραμύθια. Ένα από αυτά όμως θα μείνει μισοτελειωμένο. Πώς θα χειριστεί η Νεφέλη το θάνατο της γιαγιάς; Το πένθος έχει καταβάλει και τη μαμά της. Θλίψη στο σπίτι, ένα κλειστό δωμάτιο, σιωπή. Δεν αναφέρεται ούτε ο πατέρας. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει.  Τα πεφταστέρια παίζουν τον δικό τους ρόλο στην ιστορία. Όταν πέφτουν, παίρνουν μαζί τους έναν καλό άνθρωπο. Έτσι είχε πει η γιαγιά. Το ζητούμενο όμως είναι το αστέρι που θα λάμψει μέσα στη Νεφέλη: η αποδοχή του γεγονότος και η νέα μορφή αγάπης που θα ανθίσει μέσα της για τη γιαγιά. Μία πολύ όμορφη σκηνή είναι αυτή στην οποία η μαμά παίρνει τη θέση της γιαγιάς στην πολυθρόνα για να συνεχίσει το μισοτελειωμένο παραμύθι. Μα μήπως και η Νεφέλη δε θα καθίσει κάποτε στην ίδια πολυθρόνα για να πει το παραμύθι στην εγγονή της; Κι ο κύκλος της ζωής συνεχίζεται. Το παραμύθι δεν τελειώνει ποτέ. Αυτή είναι η ομορφιά του, όσο κι αν είναι κάποτε σκληρή.

Οι εικόνες της Ελίζας Βαβούρη αφηγούνται την ιστορία με τον δικό τους τρόπο. Καθαρά περιγράμματα, έντονα χρώματα, ονειρική ατμόσφαιρα ισορροπούν ώστε ένα μικρό παιδί μπορεί να ανακαλέσει μόνο του την ιστορία παρατηρώντας τις εικόνες. Η τελευταία εικόνα κλείνει την ιστορία συμπληρώνοντας αριστοτεχνικά το κείμενο.

Σκληρόδετο βιβλίο ολοσέλιδες ζωγραφιές, αλληλοδιείσδυση κειμένου και εικόνας, μεγάλα μοβ γράμματα κάνουν το βιβλίο ευχάριστο στην όψη και τη αφή. Άξιο να διεκδικήσει μια θέση στην παιδική βιβλιοθήκη.

Οι συγγραφείς Βασίλης Κουτσιαρής και Γιάννης Διακομανώλης είναι δάσκαλοι σε δημοτικό σχολείο της Κω. Έχουν δημιουργήσει μια εντυπωσιακή λέσχη ανάγνωσης για παιδιά για την οποία μάλιστα βραβεύτηκαν φέτος από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο που έγραψαν μαζί.