Μακριά από την καρδιά των γεγονότων
Το βιβλίο του ιστορικού (γενν. 1944) Μιλτιάδη Χατζόπουλου διαδραματίζεται στην Κύπρο κατά την περίοδο του αντι-αποικιακού Αγώνα. Αποτυπώνει τους προβληματισμούς ενός εφήβου ο οποίος δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του και γι΄αυτό μένει μετέωρος ανάμεσα στον κόσμο των εξεγερμένων συνομηλίκων του και τα στεγανά της μεσοαστικής οικογένειάς του. Όταν η μητέρα του Δημήτρη Δωρίδη πεθαίνει από μια επιπλοκή της αρρώστιας της, ο πατέρας του, που θέλει να ανέβει κοινωνικά, αντί να παντρευτεί την κοπέλα με την οποία διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση για τρία χρόνια, σχετίζεται με την αδελφή ενός εργολάβου και ετοιμάζεται να την παντρευτεί. Βγάζει το γιο του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και τον γράφει στην Αγγλική Σχολή ώστε να μην έρχεται σε επαφή με τους «ταραξίες». Παράλληλα ο Δημήτρης, που έχει φιλολογικά ενδιαφέρονται και απεχθάνεται τη βία, μυείται στον έρωτα από την Αγγλο-ιρλανδή Σάρα και αρχίζει να κάνει παρέα με την Άννα, κόρη αγγλικανού πάστορα.
Η ιστορία του κεντρικού ήρωα «δένεται» με τα γεγονότα, ενώ μέσα από τα πρόσωπα, κύρια και δευτερεύοντα, σκιαγραφείται ο χαρακτήρας των Κυπρίων. Η γλώσσα είναι λόγια – ο συγγραφέας ακολουθεί ένα ανορθόδοξο γλωσσικό ιδίωμα, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει. Πάντως, ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα απολαύσει και μία καθόλου ανεκδοτολογική εκδοχή της κυπριακής διαλέκτου: τα κυπριακά της Φροσούς, μιας νεαρής χωριατοπούλας που προσλαμβάνεται ως οικιακή βοηθός από τη μητριά του Δημήτρη, μας φάνηκε ό,τι πιο αυθεντικό έχουμε διαβάσει σχετικά τα τελευταία χρόνια. Η εκπληκτική περιγραφή της τοπογραφίας, κυρίως της Λευκωσίας, αλλά και των μεσαιωνικών μνημείων της Κερύνειας και της Αμμοχώστου, φανερώνουν τη βαθιά γνώση και την αγάπη που έχει ο συγγραφέας για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Παρά τις αφηγηματικές του αρετές, το μυθιστόρημα μοιάζει ανολοκλήρωτο ως εγχείρημα. Αυτό οφείλεται κυρίως, κατά τη γνώμη της υπογράφουσας, στο χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα, ο οποίος δεν απομακρύνεται από την εφηβική ομφαλοσκόπησή του. Ίσως όμως να οφείλεται και στο ότι, όπως διαβάζουμε, το «Εν μέρει ελληνίζων» αποτελεί μέρος μιας τριλογίας, το δεύτερο μέρος της οποίας έχει ήδη ολοκληρωθεί. Αν είναι έτσι, θα περιμένουμε και τη συνέχεια της ιστορίας του Δημήτρη πριν εκφέρουμε οριστικές κρίσεις. Μια τελευταία παρατήρηση αφορά τον τίτλο: παράφραση ενός γνωστού στίχου του Κ. Π. Καβάφη («εν μέρει εθνικός κ΄εν μέρει χριστιανίζων»), παραπέμπει ίσως στην αβεβαιότητα του ήρωα και στην αμφισημία των επιλογών του.