Δράμα στους Τροπικούς
Για την Αργεντινή, ξέρουμε: στέκει φύλακας άγγελος ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και έχει εκ δεξιών του τον Χούλιο Κορτάσαρ, τον Ερνέστο Σάμπατο, τον Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες και κάμποσους άλλους θαυμαστούς. Για την Κολομβία, τίποτα δεν είναι κρυφό: υπάρχει ο εμβληματικός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Αμπάντ Φασιολίνσε, μα και οι νεότεροι Σαντιάγκο Γκαμπόα και Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες. Στο Περού, φυσικά, ποιος μπορεί να μην αναφερθεί στον Μάριο Βάργκας Γιόσα, τον Σέσαρ Βαγέχο ή τον Χούλιο Ραμόν Ριμπέιρο; Τριγυρίστε τον χάρτη των Τροπικών: στη Χιλή ο Πάμπλο Νερούδα είναι η φωνή της χώρας, η Ιζαμπέλ Αλιέντε τα αισθήματά της και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο ο μαγικός της δρόμος. Στο κέντρο του χάρτη, ωσάν μέγα μυστήριο, η Βραζιλία στέκει ακίνητη – σχεδόν απροσδιόριστη. Αυτοί που ψηλαφούν βέβηλα τη λογοτεχνία θα μιλήσουν για τον αβάσταχτα ρηχό και αδιάφορο Πάολο Κοέλο. Οι ρέκτες της λογοτεχνίας, για την πρόσφατη ανακάλυψη της Κλαρίσε Λισπέκτορ (και πολύ άργησε να ανακαλυφθεί). Κι όμως, αν πρέπει, που πρέπει, να αναζητήσουμε τα νάματα της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, θα πρέπει να σκύψουμε στην περίπτωση του «εθνικού» συγγραφέα Ζουακίμ Μαρία Μασάντο ντε Ασίς. Ενός ανθρώπου που κατάφερε να ξεφύγει από τις φαβέλες στις οποίες μεγάλωσε, να ανέλθει κοινωνικά, να γίνει κοινά αποδεκτός και σήμερα τα βιβλία του να θεωρούνται αξιομνημόνευτα και σαρκωμένα από το συλλογικό φαντασιακό της χώρας.
Ο Ασίς δοκιμάστηκε στον ρομαντισμό, προσχώρησε, εντέλει, στον ρεαλισμό, ήταν ο εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος στη χώρα, η οποία με τη σειρά της περνούσε από τη φάση της αποικιοκρατίας στη δημοκρατία και, τοποθετημένος στη μεγάλη κλίμακα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, γίνεται ένας ακόμη κρίκος που οδήγησε στον μοντερνισμό του 20ού αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι, στον περιώνυμο «Κανόνα» του, ο Χάρολντ Μπλουμ περιλαμβάνει τον Ασίς στην ακριβή χορεία των εκατό πιο δημιουργικών συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Γιατί, άραγε, αν και η γραφή του φέρει ευδιάκριτα την πατίνα μιας άλλης εποχής, μας ενδιαφέρει ο Ασίς; Η απάντηση καθίσταται προφανής αν διαβάσει κανείς την «Ελένα» που μπορεί να μην είναι το σημαντικότερο έργο του (είναι στη φάση που πρωτοεισέρχεται στον ρεαλισμό), εντούτοις φέρει όλα τα οδόσημα που θα αναπτυχθούν με ενάργεια στα κατοπινά του έργα.
Ο Ασίς διαθέτει μια θαυμαστή ικανότητα να δημιουργεί ψυχοδράματα, να δομεί στέρεους και εμβληματικούς χαρακτήρες, η πλοκή του να είναι ηλεκτρισμένη και γεμάτη ανατροπές φτάνοντας το δράμα στο απόγειό του. Όλα τούτα, μαζί με μια μετρημένη και μετριοπαθή πολιτική ματιά (αν και δεν θεωρείται στρατευμένος συγγραφέας, ο Ασίς στάθηκε πάντα στο πλευρό των αδυνάτων), αλλά και με μια δηκτική πρόθεση, η οποία ξεσκεπάζει τα πλαστά ήθη και έθιμα. Η ειρωνική του διάθεση, ένα από τα βασικά του γνωρίσματα, στην «Ελένα» εμφανίζεται άλλοτε με αδιόρατο τρόπο κι άλλοτε με μια πικρή διορατικότητα.
Αν και το γυναίκειο όνομα είναι δηλωτικό στον τίτλο, κάτι που αναπόδραστα οδηγεί στο συμπέρασμα πως έχουμε να μάθουμε πολλά για τη ζωή της ηρωίδας, της Ελένα εν προκειμένω, ο ουσιαστικά δραματικός ήρωας είναι ο ετεροθαλής αδελφός της, Εστάσιο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, του συμβούλου Βάλε, έρχεται στην επιφάνεια η διαθήκη του, σύμφωνα με την οποία εμφανίζεται μια «κρυφή» κόρη που πλέον έχει κάθε δικαίωμα στην πατρική περιουσία και ο Βάλε ζητάει από τον γιο του και την αδελφή του να τη δεχθούν ως ισότιμο μέλος. Το θέλημά του γίνεται πράξη και τότε αρχίζει να φουντώνει ένα υπόγειο πάθος ανάμεσα στα δύο ετεροθαλή αδέλφια – τη στιγμή μάλιστα που ο Εστάσιο πρόκειται να παντρευτεί μια κοπέλα δίχως ιδιότητες, αλλά με έντονη κοινωνική εκφορά. Από την άλλη, η Ελένα, έλκεται από έναν ευγενή νέο, δεν τον αγαπάει, αλλά προσπαθώντας να κρύψει το ένοχο πάθος της, αποδέχεται την τυραννία ενός γάμου που θα λύσει τη μαγγανεία του έρωτα μέσα της.
Κι όμως, το δράμα δεν έχει τέλος για τους πρωταγωνιστές. Ο ιερέας Μελσιόρ που όλα τα βλέπει, όλα τα διαισθάνεται και σε όλα δίδει μια άφεση, αποκαλύπτει στους ερωτευμένους το πάθος που δεν θέλουν να ξεδιπλώσουν, ενώ σε όλους έρχεται το σημάδι της μοίρας από το παρελθόν και ξεσκεπάζει ποια πραγματικά ήταν η Ελένα. Αν «ακούγεται» σαν Φλωμπέρ ή Τζέημς όλο αυτό; Ναι, με μια δόση λαϊκού ρομάντζου που εξηγεί γιατί η «Ελένα» διαβάστηκε μανιωδώς από τους απλούς ανθρώπους, ενώ ακόμη και σήμερα είναι μέρος της διδακτέας ύλης στα σχολεία της Βραζιλίας.
Πρόκειται για ένα δράμα εν εξελίξει. Τω όντι, καθώς, με τον κοφτό και απέριττο τρόπο του, ο Ασίς σε αναγκάζει να προχωρήσεις γρήγορα την ιστορία θέλοντας να δεις πού θα καταλήξει το ερωτικό πάθος και σε ποιο στενό περιμένει τους ήρωες η τραγωδία. Ναι, τελικά το συναπάντημα δεν θα αργήσει και θα είναι θρηνητικό. Η έξοχη μετάφραση, σε συνδυασμό με ένα πλήρες επίμετρο, ανήκει στον Νίκο Πρατσίνη.