Μακροπερίοδος λόγος, «αυτόματη γραφή», στίξη από ανύπαρκτη έως ιδιότυπη, επιλεκτική, σχήμα ασύνδετο σε μεγάλη δόξα, ο μοντερνισμός στην πιο καθαρή ποιητική του μορφή, «γλωσσοκεντρική» περιήγηση σε εσωτερικά τοπία ιμπρεσσιονιστικά, ζωγραφικός λόγος με κινηματογραφικά «travelling» σε ψυχοδραματικούς λαβυρίνθους νοητικής λεπτουργίας. Όσο για το συναίσθημα, αυτό ευτυχώς ξεχειλίζει και σπάει την ατονική μαθηματικότητα της μορφής, κάθε φορά που χάνουμε τον μίτο της Αριάδνης και το νόημα διαλανθάνει στις ρωγμές μιας συνείδησης κατακερματισμένης. Ο Νάρκισσος δεν μένει πια εδώ. Δεν πνίγηκε. Κόπηκε με τα γυαλιά του καθρέφτη και ξεμάτωσε πριν σμίξει με το αιώνιο υδάτινο είδωλό του. Ξέρετε, η ποιητική γραφή λειτουργεί ομοιοπηθητικώς, ενεργοποιεί το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου (για τους δεξιόχειρες), ανακατανέμει τα δεδομένα των πέντε αισθήσεων, επινοεί ψευδαισθήσεις, πλάθει παραισθήσεις, στήνει νευρωνικές γέφυρες Ρίου-Αντιρρίου ανάμεσα σε περιοχές που για τους «κονονικούς», συνηθισμένους ανθρώπους είναι αλλότριες και δεν θα ήθελαν πολλά πάρε-δώσε μεταξύ τους. Ποίηση, η καταλύτρια ορίων, ποίηση η αρνήτρια φραγμάτων. Ιδού ένα δείγμα:

Κ’

Η ευπάθεια του κίτρινου μπορεί επειδή της πτώσης

του η μνήμη διατηρεί το ρίγος σε διαρκή ετοιμότητα

ή μπορεί να οφείλεται στου χώματος τη διαρκή επα-

γρύπνηση παρά την άσκοπη εναλλαγή των εποχών

που αδιαφορούν προκλητικά για τη σταθερότητα των

αποχρώσεων όσο το λευκό δεν ελαφραίνει τον ίσκιο

απλώς τον διαιρεί μ’ επιδέσμους αθόρυβα εντελώς.

το γάλα της νύχτας εξάλλου πάντα θα διεκδικεί τη

λευκότητά του μέχρις εσχάτων. Η μουσική το ξέρει

αυτό και κρατάει σταθερές τις αποστάσεις της από

το ρευστό μέταλλο της σιωπής επειδή το θαύμα το

θαύμα του θανάτου απλώνεται χωρίς αξιώσεις φή-

μης ή έστω απλής αποδοχής. Εμφανίζεται στις πιο

ταπεινές διασταυρώσεις των ωρών και ολοφύρεται

στη θέα θαυμαστικών επιφωνημάτων επειδή το θαύ-

μα του θανάτου δεν είναι παρά το γυμνό σώμα μιας

μέρας ξαπλωμένης σε ολόλευκο μάρμαρο.

Η δραματική ενάργεια της ομιλούσης ποιητικής φωνής σώζει το χαμένο νόημα, εκεί που οι ψηφίδες στο μωσαϊκό ελλείπουν εξεπίτηδες για να αφήσουν τη συνδημιουργική φαντασία του αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά κολακεύοντάς την, προσδίδοντας στον επαρκή συνένοχο μίαν αίσθησιν ανωτερότητος, ακριβώς όπως γίνεται με την «τραγική ειρωνεία» στο αρχαίο δράμα. Αυτή η αποσπασματικότητα λόγου που μοιάζει σαν να εκφέρεται από χείλη μογιλάλα είναι ένα τέχνασμα αρκούντως χρησιμοποιημένο και τετριμμένο στον μοντερνισμό, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και στο θέατρο (ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ηθοποιού και σκηνοθέτη που είχε μετατρέψει σχεδόν σε μανιέρα το σπάσιμο του εκφερόμενου λόγου δίκην τραυλίσματος…). Με αυτό δεν θέλω να πω κάτι αρνητικό. Το αντίθετο: πρόκειται για τέχνη υψηλή κι ολισθηρά συγχρόνως, αφού επιμένει να διακρίνει τη φυσική ροή της ενέργειας από την τεχνητή ροή του λογοτεχνήματος έτσι ώστε να προσδώσει τροφή στη σκέψη και υλικό για εντατική επεξεργασία από τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ένας από τους λόγους που η σύγχρονη Ποίηση έχει χάσει ποσοτικώς ένα μεγάλο μέρος από το κοινό της είναι –κατά την ταπεινή μου γνώμη, πάντα– ότι μια τέτοια αναγνωστική διαδικασία απαιτεί έναν τουλάχιστον ισότιμο δημιουργό προκειμένου να αναπλάσει το τυπωμένο λεξιγράφημα και να το μεταβολίσει σε αισθητική εμπειρία, αν όχι και ηδονή. Όμως ας ακούσουμε πάλι τον έμπειρο ποιητή Κώστα Γ. Παπαγεωργίου:

ΚΣΤ’

            [Ανατέλλει με ορμή τετρακυλίνδρων ίππων και μα-

            στίγιου αντήχηση κι εσύ που ήσουν πάντοτε με το

            αίμα υπ’ ατμόν επόμενο ήταν ν’ ανταποκριθείς στο

            πρώτο κάλεσμα φτερών που πείρα άλλη από του

            χώματος τον ουρανό δεν έχουν και άρα ήταν τόσο

            φυσικό της αθωότητας το αφέψημα με σπόρους του

            ύψους ν’ ανταλλάξεις μασώντας τη διορία της

            ηλικίας ως το μηδέν.]

Κι ένα ερωτικό, που αισθησιακό δεν θα το έλεγες, όχι τουλάχιστον ελαφρά τη καρδία. «Εξ απαλών ονύχων» ο ποιητής ανιχνεύει διά της αφής το ποθητό σώμα, εκ του οποίου η ηδονή της θρέψης κι η χαρά της ζωής προσωρινώς πηγάζει. Έκτοτε το αναζητεί σε άλλα σώματα (σπανίως στο δικό του – μόνον οι Τιτάνες κι οι Γίγαντες, οι ερμαφρόδιτοι ίσως είχαν το προνόμιο της αυτάρκειας που τη ζήλεψαν ακόμα κι οι θεοί του Ολύμπου και τους πολέμησαν μανιασμένα…). Η προπατορική ενοχή, το Οιδιπόδειο αμάρτημα, η αρχετυπική σύνδεση Έρωτα και Θανάτου, απεικονίζονται και συμπυκνώνονται αριστουργηματικώ τω τρόπω σε αυτό το ποίημα:

ΛΗ’

            [Στις ρώγες των δαχτύλων φως τυφλού επαινεί την

            υποταγή των πραγμάτων στου χαδιού το ενδεχόμενο

            ειδεμή τυφλά κι αυτά υποδύονται τ’ ανύπαρκτα ή

            μιμούνται αρχαίες εκδορές σφαγείων με αποθέματα

            βυθών ανομολόγητα επειδή ποτέ κανείς δεν έπαιξε

            ατιμώρητα με το γαλάζιο του αίματος ποτέ κανείς

            δεν διέκρινε χωρίς νερό πατήματα ν’ αναβοσβήνουν

            αλλοπρόσαλλα στο κυματιστό ταβάνι του ύπνου και

            χωρίς αγάπης πρόσχημα ποτέ κανείς δεν θα έβλε-

            πε να σπάνε τα δεσμά ομβρίων κυμάτων αλλά εσύ

            τα μάτια κλείνοντας επέστρεψε στο δάσος η αρχαία

            κραυγή και ημέρεψε το βλέμμα του ζώου και τα

            νερά ξεχύθηκαν κελάρυσμα ζωηρό του φεγγαριού με

            γέλιου ανάβρυσμα στης πέτρας τις σχισμές και προ-

            παντός σίγησε η μητρική σου γλώσσα του θανάτου.]

Όσο για την ιδιότυπη στίξη, αυτές οι εισαγωγικές αγκύλες στη συγκεκριμένη περίπτωση που επιφυλάσσονται σε σχόλια επιμελητού στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι κι αυτές ένα μέρος της επεξεργασμένης ποιητικής ιδιολέκτου που έχει καταλήξει να χρησιμοποιεί ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου. Για μένα, αυτές οι αγκύλες προδίδουν μία φιλοσοφική θέση και στάση ζωής απέναντι στην ποιητική δημιουργία. Το ποίημα, το «έργο» δεν υποδηλώνεται πως είναι αποτέλεσμα κάποιας πρωτογενούς οργιαστικής «εμπνεύσεως», αλλά μάλλον ένας δευτερογενής σχολιασμός πάνω στην τιθασευμένη πρώτη ύλη. Με άλλα λόγια, μιλάμε εδώ για έναν «ποιητή τεχνίτη» (poeta faber) κι όχι έναν «ποιητή προφήτη» (poeta vates). Μα και πώς θα μπορούσε άλλωστε να συνδυαστεί μια τέτοια εξ ορισμού εκρηκτική ηφαιστειακή δημιουργία με την αναλυτική ενασχόληση του κριτικού που σκύβει πάνω σε κείμενα άλλων με το νυστέρι και το βάμμα ιωδίου; Ικανή κι αναγκαία συνθήκη μιας τέτοιας δοκιμιακής ενασχόλησης με την Ποίηση είναι η εκ προοιμίου κι εξ ορισμού σχεδόν «μόλυνση» (contamination) του ποιητικού κώδικα με την επαγγελματική διαστροφή του εγκληματολόγου-παθολογοανατόμου. Ο κριτικός είναι σαν την πλατιά γαλάζια θάλασσα αμέσως μετά το Δέλτα του Νείλου (ή του Φαλήρου): απορροφάει τα μικρά ποτάμια που κουβαλούν μαζί με τα φερτά υλικά και ψήγματα χρυσού και τα αφομοιώνει σε αμάλγαμα πολυπρισματικό κρυστάλλινης καθαρότητας. Κι αυτή είναι –όπως τη διαβάζω εγώ– η ποίηση του κριτικού και δοκιμιογράφου Κώστα Γ. Παπαγεωργίου.