«Μα όσο φως κέρδισα, το κέρδισα με τα δικά μου μάτια»

Αν και έχω διαβάσει στην εφηβεία μου σχεδόν τα άπαντα του Μενέλαου Λουντέμη -τον οποίο αγάπησα ξεχωριστά έκτοτε-, τη λυρική νουβέλα «Έκσταση» που κυκλοφόρησε το 1943 και ο ίδιος χαρακτηρίζει ως μυθοφαντασία, τη διάβασα μόλις τώρα για πρώτη φορά στην επανέκδοσή της από τις εκδόσεις Πατάκη. Ξαναβρήκα εδώ τη λυρική τρυφερότητα και την ιδιαίτερη γλώσσα του Λουντέμη, αλλά με εξέπληξε πράγματι το πόσο διαφορετικό στη σύλληψη και το ξεδίπλωμά του είναι αυτό το έργο από τα μεγάλα και γνωστά μυθιστορήματά του.

Το κείμενο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη: στο πρώτο ο ήρωας δίνει καταφύγιο για μερικές νύχτες σ’ έναν βασανισμένο ψυχικά άγνωστο, έναν ταλαντούχο ζωγράφο βυθισμένο σε μια αίσθηση ματαιότητας και απελπισίας για τα πάντα. «Νύχτες εβένινες» όπως τις χαρακτηρίζει ο ανώνυμος αφηγητής, γεμάτες πυρετικές φιλοσοφικές συζητήσεις για τη ζωή, την τέχνη, τον έρωτα, την ανθρώπινη φύση.

Στο δεύτερο μέρος, ο ήρωας (ένας μοναχικός άντρας που δουλεύει σε ένα γραφείο, αυτό είναι τα μόνα στοιχεία που μας δίνει ο συγγραφέας γι’ αυτόν), λαμβάνει ένα χειρόγραφο από τον άγνωστο που φιλοξένησε για λίγο στο δωμάτιο που νοικιάζει: εκεί ξεδιπλώνεται, σχεδόν με τη μορφή παραληρήματος, η ερωτική του ιστορία που διαρκεί ένα καλοκαίρι και πεθαίνει με το φθινόπωρο, με μια κοπέλα από τον Βορρά που συνάντησε στη Δήλο. Και παρά τις αρνητικές κυρίως κριτικές που είχε λάβει το βιβλίο όταν κυκλοφόρησε, εκτιμώ ότι πρόκειται για μια από τις ωραιότερες λογοτεχνικές αποδόσεις της ιερής τρέλας του έρωτα, της έκστασης ψυχικής και σωματικής που καταλαμβάνει όσους τη βιώνουν, ειδικά όταν πρόκειται για έναν έρωτα εξ ορισμού καταδικασμένο. Στους επικριτές του πάντως ο συγγραφέας απάντησε ως εξής: «Θα μείνω πρωτογονικός και ανήμερος, δεν θα κάνω ποτέ Τέχνη, αλλά Αλήθεια (με μεγάλα γράμματα) και Ζωή (με πιο μεγάλα και ματωμένα γράμματα)». Και εννοείται πως προσυπογράφω.

Από τα καλύτερα σημεία του βιβλίου επίσης, οι περιπλανήσεις των δύο ερωτευμένων στους τάφους των Μυκηνών, η κατάβασή τους στις κατοικίες των νεκρών για να αφουγκραστούν τις φωνές τους που διατρέχουν τους αιώνες. Και φυσικά εκείνες οι εκρήξεις τρυφερότητας μέσα στο λόγο που είναι τόσο χαρακτηριστικές του Λουντέμη:

«Ένα έντομο ήρθε και κάθισε στο χέρι μου. ʻʻΜπορώ να πεθάνω;ʼʼ  με ρώτησε. ʻʻΌχιʼʼ του απαντώ ʻʻγιατί αγαπώʼʼ».