Νεορεαλισμός κινηματογραφικού τύπου βγαλμένος θαρρείς από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, πριν από τον Μάη του 1968 πάντως και τη λεγομένη εισαγόμενη «σεξουαλική επανάσταση», όταν τα αγνά ελληνικά ήθη συμπυκνώνονταν στο τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και οι εναλλακτικές μορφές ερωτισμού ταυτίζονταν αυτόχρημα κι εξ ορισμού με την παραβατικότητα, την παθολογία, το έγκλημα, την τρέλα. Η σεξουαλικότητα ως προπατορικό αμάρτημα και το κουτσομπολιό καλά κρατεί. Διαβάζοντας παρόμοια βιβλία σκέφτεσαι για το εάν και κατά πόσον έχουμε προοδεύσει σαν κοινωνία παρά τα καλοβερνικωμένα απορρίμματα που βλέπουμε στην τηλεόραση και τις b-movies που κατακλύζουν τις υποβαθμισμένες ζωές μας. Διαβάζοντας παρόμοια διηγήματα τείνω να πιστέψω ότι ο Έλληνας είναι βαθιά ανατολίτης, φονταμενταλιστής, ξερόλας και υποκριτής κι ότι επιζητεί τον απαγορευμένον καρπόν της επαράτου ηδονής με λύσσα κι επιμονήν ακαταλάγιαστον. Αστειεύομαι. Χαριτωμένα και ψυχογραφικά, με κοινωνιολογικό, λαογραφικό κι εθνολογικό ενδιαφέρον αυτά τα ταχυδράματα απιστεύτου συμπυκνώσεως. Αλλά βέβαια, οι ποιητές το έχουν αυτό το ελάττωμα: τα λένε όλα εν συντομία, δεν περισσεύει ούτε ένα επίθετο, λες και σκαλίζουμε με το καλέμι τις πέτρες των σπηλαίων, λες και το χαρτί και το μελάνι έχουν απαγορευτική τιμή, ή –τέλος– λες κι ήρθε η τελευταία μας ώρα και δεν μας περισσεύουν πολλές αναπνοές. Πρέπει να πούμε μόνο τα ουσιώδη, να εξομολογηθούμε τα πάντα, να περάσουμε αμέσως στο «διά ταύτα»… Με αυτά, υπονοώ ότι η πεζογραφική δεινότητα του Νίκου Μπατσικανή αποκλείει την εκτενή αφηγηματικότητα και τις γλαφυρές περιγραφές, αντιγράφει μοτίβα και τεχνικές δοκιμασμένες και δημοφιλείς από την παραλογοτεχνία και τη ροζ λογοτεχνία. Μα τι έχουν πάθει όλοι με τα πεζά ενώ ονειροβατούν εκ φύσεως, αλλού πατούν κι αλλού βρίσκονται εκ πεποιθήσεως; Μήπως πρόκειται για ασκήσεις επιστροφής στην πραγματικότητα, προσομοιώσεις γειώσεως, απελπισμένες απόπειρες να γίνουμε «απλοί», «καθημερινοί», «συνηθισμένοι» «μέσοι άνθρωποι»; Μπαααα. Τον ποιητή κι αν τον προσγειώνεις το …σαπούνι σου χαλάς! Συγχωρήστε μου αυτή τη χιουμοριστική παρέκβαση, αλλά το στοιχείο της ειρωνείας και του σαρκασμού της νεοελληνικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας γίνεται με έναν τόνο εκδικητικότητος εκ μέρους του καταξιωμένου ποιητή, που όντας ταυτοχρόνως δοκιμιογράφος και μάστορας στην αξιοπρεπή και δυσ-άλωτη μικρή φόρμα παραχωρεί στον εαυτό του την ελευθερία να μιλήσει από μία άλλη οπτική γωνία και καμώνεται πως ενστερνίζεται μικροαστικές πρακτικές και θεάσεις ζωής που δεν συνάδουν με το αιθεροβάμον νεορομαντικό ποιητικό του μεγαλείο. Σοβαρολογώντας λοιπόν, δηλώνω ευθαρσώς ότι διασκεδάζω και ψυχαγωγούμαι όταν καταβυθίζομαι ως επαρκής αναγνώστης σε υπερβατικές παρεκβάσεις ποιητών που φλερτάρουν με τη γλωσσική παραβατικότητα. Η ηδονή του τερατικού για τους λάτρεις του Ωραίου. Από μία άποψη έχει ιδιαίτερο ερευνητικό κι αισθητικό ενδιαφέρον. Για να μην πούμε και κοινωνιολογικό!
Συντάκτης: Κωνσταντίνος Μπούρας
4 Σεπτεμβρίου, 2017