Ο Φώτης Θαλασσινός, που γεννήθηκε στην Κω το 1977 κι εμφανίστηκε στα γράμματα το 2003, είναι μια μοναχική ηρωική μορφή στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Κοσμοκαλόγερος και κοσμικά εμφανιζόμενος, εμφανίσιμος και ασκητικός, αποδιοπομπαίος φαρμακός και επίκεντρο συζητήσεων, αναστάς κι αποσυρόμενος Άδωνις.

Στην καινούργια του νουβέλα μάς μεταφέρει σε δυσεξιχνίαστα εσωτερικά τοπία, μεταξύ φουτουριστικού μπαρόκ και κονστρουκτιβιστικού λατινοαμερικανισμού. (Ας μου συχωρεθούν οι νεολογισμοί και οι πρωτάκουστες εκφράσεις, αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις για το καινούργιο με τετριμμένα σχήματα).

Το ύφος του, μοναδικό κι αδιαπραγμάτευτο. Δεν θυμίζει τίποτα, όχι γιατί δεν διαβάζει τους άλλους γράφοντες και γραφιάδες, αλλά γιατί η ατομοκεντρική-ναρκισσιστική απεικόνισή του στο κάτοπτρο του ορίζοντα της εσωτερικής ματιάς δεν επιτρέπει τις απομιμήσεις.

Δείγμα γραφής: «Ο σαραντατριάχρονος Μενέλ ζούσε και δούλευε σ’ αυτή την πόλη. Η δουλειά του ήταν τετράωρη. Ο καπιταλισμός συνυπήρχε με την ανταλλακτική οικονομία και το πλιάτσικο. Ο Μενέλ εργαζόταν σ’ ένα φημισμένο κατάστημα που διέθετε παιχνίδια για ενήλικες. Παζλ. Παιχνίδια σκέψης και ερωτικά παιχνίδια. Δονητές, χειροπέδες, μαστίγια, πλαστικές κούκλες και τα συναφή. Αφεντικά στο μαγαζί ήταν δύο αδέρφια. Ο Μενέλ ντυνόταν με ρούχα προκλητικά για να μπορούν να αναδεικνύουν το ευδιέγερτο της π…………..» (σελ. 12-13). Ο Ζαν Ζενέ θα επικροτούσε αυτό το απόσπασμα και θα ήθελε να το είχε γράψει ο ίδιος. Ο Καβάφης θα κοκκίνιζε από αιδημοσύνη κι ο Πεσόα θα επινοούσε έναν άλλον του εαυτό για να υπογράψει αυτό το πετράδι.

«Νύχτα, ανάμεσα σε πεύκα, συνευρισκόταν με θηλυκωμένα γυναικεία και αντρικά σώματα σε αξεπέραστης φαντασίας συμπλέγματα. Σ’ αυτή τη χαώδη πόλη οι άνθρωποι μπορούσαν να κάνουν πολλές ζωές, να φορέσουν πολλές μάσκες χωρίς κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό. Όλη η ανθρωπότητα ήταν ανέκαθεν μάσκες και ρόλοι. Μετά την ηλικία των τριάντα πέντε το πρόσωπο αποκτούσε την ιδιότητα να χαμογελάει και πίσω απ’ το χαμόγελο να κρύβονται φόνοι και φοβερά παρελθόντα…» (σελ. 14-15). Η φιλοσοφική ενατένιση της Κωμωδίας της ανθρώπινης Κατάστασης που πόρρω απέχει τού να είναι ή να προσεγγίζει τη Θεία, το αδιέξοδο των υπαρξιακών λαβυρίνθων, η εφιαλτική επανάληψη του κυκλικού Χρόνου, η απεγνωσμένη στατικότητα που πόρρω απέχει της Ηρακλείτειας ροής: «Το σύννεφο που σχημάτιζαν τα πουλιά ήταν συμπαγές σα βράχος. Κανείς δεν μπορούσε να λύσει το αίνιγμα του τρόπου που πετούσαν όταν ήταν πολλά μαζί» (σελ. 10).

Η ερωτική λειτουργία, μακριά από κάθε γενετήσιο ένστικτο αναπαραγωγής του είδους. Το αντίθετο. Το ιερό ερπετό της κουνταλίνι που εμφιλοχωρεί στη σπονδυλική στήλη των θηλαστικών πηξικοειδών τα οποία θηρεύουν την ηδονή ως αυτοσκοπό και προκάλυμμα της υπαρξιακής τους αγωνίας για το επέκεινα, δοξάζονται σε αυτό το «αιρετικό» (πάλαι ποτέ και σε άλλες εποχές) είδος λογοτεχνίας που δεν έχει καμία σχέση με την πορνογραφία αλλά εντάσσεται στο είδος που υπηρέτησε ο φυλακισμένος Μαρκήσιος ντε Σαντ στο μνημειώδες έργο του «Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ». Ο σύγχρονος στοχαστής Δούκας Καπάνταης στο δικό του μυθιστόρημα «Η αυτοκράτειρα» (εκδόσεις Νεφέλη) υπηρετεί τον ίδιο σκοπό, για να μην πω «ιδανικό» και μου επιτεθούν οι νεοπλατωνιστές (και δόξα τω θεώ διαθέτει πολλούς αυτή η πόλη, εντός κι εκτός από το αρχαιοπρεπίζον μέγαρο της οδού Ακαδημίας – ουδεμία σχέση με ακαδημίες…).

Το «Εκείνο» του Φώτη Θαλασσινού διαβάζεται απνευστί, όπως «Η ιστορία του ματιού» του Georges Bataille. Ανιχνεύστε το. Ψηλαφητά. Σαν τυφλοί. Το Σκοτάδι είναι παχύ κι αδιαπέραστο. Βαθύ σαν το βάρος των ανομιών των φαντασιοκοπούντων.