Η πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου καταγεγραμμένων ταξιδιωτικών εντυπώσεων είναι πως εκτείνεται πέραν της ημερολογιακής γραφής, δημιουργεί αναμνήσεις διά της εκδήλου ποιητικότητος ενός εμβριθούς μελετητού, εθισμένου στις αφομοιωμένες ενδελεχείς αναφορές στο έργο άλλων πνευματικών ανθρώπων από το πολύχρωμα φάσμα της Παγκοσμίου Συνειδητότητος.

Ο Γιώργος Βέης δεν είναι απλός πρέσβης επί τιμή κι ανοικτό μυαλό αλλά γεφυροποιητής πολιτισμών κι ενοποιητής αντιλήψεων και τάσεων διά της ασκημένης ενσυναισθήσεως και μιας ευγένειας εγγενούς κι επικτήτου μέσω των διπλωματικών διεργασιών ενός επαγγέλματος που το μετέτρεψε πέρα κι από ιδιότητα σε τίτλο τιμής.

Περιγραφές που σου κόβουν την ανάσα. Λιτή περιγραφικότητα, λακωνική αφήγηση και ποιητική στόχευση στην ουσία των πάντων, άτινα συν-κλίνουν προς το Όλον, το Ά-ΠΑΝ, το Άλλο που είναι και «ταυτόν». Οι αναφορές του στον Σπινόζα, στον Νίτσε και σε άλλους φιλοσόφους είναι οργανικά ενταγμένες στο λογοτεχνικό του οικοδόμημα που ερωτοτροπεί μεν με τον μοντερνισμό δεν ξεπερνάει όμως τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Χάους κι Α-ταξίας. Αντιθέτως, είναι όλα τα δομικά στοιχεία τόσο συμμαζεμένα και νοικοκυρεμένα που απορείς με την τόση χρήση μιας Ευκλειδείου, θα έλεγα, Γεωμετρίας που κανοναρχεί το ενδιαφέρον αυτό αμάλγαμα μεταξύ ποιητικής πρόζας κι ημερολογιακών καταγραφών σε προσωπικό τόνο. Όμως αυτό που διακρίνει  το πόνημα αυτό και διακρίνεται στο πόνημα αυτό, είναι η στόχευση, η πρόθεση να επικοινωνήσει με τους άλλους και να μοιραστεί μαζί τους το δικό του επεξεργασμένο «απείκασμα» απαξαπάντων των έξι αισθήσεών του. Και λέω έξι κι όχι πέντε, γιατί ο Γιώργος Βέης δεν είναι διόλου υλιστής, μα μήτε και «μεταφυσικός» με την ανατολίτικη έννοια της maya και του τροχού των μετενσαρκώσεών από τον οποίο πρέπει κάποτε να ξεφύγουμε για να αποδράσουμε στη Νιρβάνα. Ο Βέης δεν βιώνει τη ζωή μήτε ως άχθος μήτε ως «Κοιλάδα δακρύων». Αντιθέτως τρέφει μια υγιή, μεσογειακή κι επικούρεια χαρά της ζωής. Δεν είναι στωικός. Σε καμία περίπτωση. Δρα και δια-δρα. Ζει, βιώνει κι επηρεάζει με τη διαμεσολαβημένη εμπειρία του άλλους που δεν ήταν τόσο τυχεροί ή προνομιούχοι έτσι ώστε να επισκεφθούν μαγικά μέρη κι εξαϋλωμένα τοπία. Ο Γιώργος Βέης παράγει μύθους. Μέσα από την προσωπική του μυθολογία, που δεν είναι ατομοκεντρική αλλά ψηφιδωτό από ενσωματωμένα «δάνεια» κι αφομοιωμένες θεωρίες άλλων. Πλάθει τον δικό του μικρόκοσμο με αφορμή την προσωρινή αλλά όχι και βιαστική-ιμπρεσιονιστική θέαση του έξω κόσμου, του μεγάλου, δημιουργεί φωτο-γραφήματα μέσα από ενοράσεις ιδιοφυώς προβεβλημένες στο τουριστικό τοπίο, έτσι που αυτό να αποκτά άλλο βάθος κι απρόβλεπτες διαστάσεις. Κι είναι αυτή μια κατ’ εξοχήν ποιητική διεργασία, ονειρική αλλά όχι κι ομιχλώδης, περαστική αλλά κι ανεξάλειπτη. Θα έλεγα πως πρόκειται για έναν περιηγητικό διαλογισμό που συνεχίζεται και στην καταγραφή και στην έκδοση και στην προβολή των άκρως ενδιαφερόντων αυτών καλλιτεχνημάτων του, που διαστίζονται από σοφά χωροθετημένες εικόνες με έναν τρόπο που το αποτέλεσμα αποκόβεται από την αρχική πρόθεση, παύει να είναι διάβημα, γίνεται «παρά-στασις» και στο τέλος επί-τευγμα διαχρονικόν.