Μία ιδιαίτερη περίπτωση μυθιστορήματος όπου το μπουρλέσκ συναντά την κατασκοπεία, από μία ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα που κάνει –ευφυώς– του κεφαλιού του, είναι η «Ειδική απεσταλμένη». Παράξενο και ανατρεπτικό, με ένα λεπτοδουλεμένο στιλ γραφής και σουρεαλιστικό χιούμορ, γεμάτο απρόβλεπτες ανατροπές και διαβολικές συμπτώσεις, στοιχεία που συνθέτουν μία σάτιρα που πραγματικά δε σταματά πουθενά.

Είπα πολλά; Κι όμως είναι λίγα για τα τόσα συμβαίνουν στο βιβλίο αυτό, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ μία ομάδα που κινείται στους κύκλους (ή το περιθώριο) των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών αποφασίζει την απαγωγή μίας τραγουδίστριας της ποπ σκηνής, προκειμένου να την εκπαιδεύσουν ως πράκτορα για να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς της Βόρειας Κορέας. Με δύο λόγια, μία εξ ορισμού χαοτική κατάσταση όπου πολύ απλά δεν μένει τίποτα όρθιο – θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει ένα πέρασμα ο Λουί ντε Φινές κυνηγώντας τον Φαντομά. Περισσότερα για την πλοκή δεν θα γράψω, διότι είναι τόσο απολαυστικό να ανοίγεις τις «πόρτες» μέσα στο βιβλίο που θα σε οδηγήσουν σε μία κατάσταση ακόμα πιο παρατραβηγμένη από την προηγούμενη, που ειλικρινά δεν θέλω να χαλάσω την έκπληξη του αναγνώστη καθώς θα γυρίζει τις σελίδες.

Ένα ακόμα στοιχείο που χαρακτηρίζει την αφήγηση, και που προσωπικά πολύ σπάνια με κερδίζει σε μυθιστόρημα γιατί το θεωρώ κάπως εύκολο ως συγγραφικό τέχνασμα, είναι η απεύθυνση του αφηγητή προς τον αναγνώστη. Εδώ όμως λειτουργεί εξαιρετικά, λες και ο συγγραφέας και εσύ είστε φίλοι χρόνια και λειτουργεί μεταξύ σας ένα είδος «εσωτερικού» χιούμορ.

Ο Jean Echenoz είναι ένας συγγραφέας που δεν κατατάσσεται σε είδη και ταμπέλες: χρησιμοποιεί ανατρεπτικά τα δημοφιλή είδη λογοτεχνίας, όπως τα θρίλερ κατασκοπείας στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να κάνει σαφώς ένα πολιτικό σχόλιο, αλλά χωρίς καμία διάθεση στράτευσης, καταγγελίας ή κατήχησης. Παίζοντας με το λογικό-παράλογο, αναδεικνύει με τον κατάλληλο χειρισμό της γλώσσας, «πόσο θα ήτανε γελοίο, αν δεν ήταν τόσο τραγικό». Και υπάρχουν ορισμένες πραγματικά σκοτεινές σκηνές, που αποδεικνύουν ότι όσο αν και σατιρίζει ανηλεώς και σε κάνει να γελάς με τα πάντα, κατανοεί βαθιά τον ανθρώπινο, και όχι μόνο, πόνο. Όμως κλείνοντας το βιβλίο, προσωπικά κράτησα εκείνες τις στιγμές όπου το παράλογο κλιμακώνεται έως την κορύφωσή του και ο Echenoz μοιάζει να σου λέει «μα περίμενε, ακόμα δεν τελείωσε!» Και εκτιμώ ότι σε αυτό το σημείο, αποτυπώνει αριστοτεχνικά το σουρεαλιστικό αστείο (ακόμα κι όταν είναι πικρό), που μπορεί να είναι η ίδια η ζωή.