Η ογδοντάχρονη ποιήτρια, ομότιμη καθηγήτρια θεωρίας Λογοτεχνίας και Θεάτρου, καταθέτει σε αυτόν τον ευσύνοπτο τόμο το απαύγασμα τόσο της συναισθηματικής ζωής των μετουσιωμένων αισθημάτων όσο και την προσωπική της ποιητική θεωρία. Δίκην ορατορίου, διαλογικό ποίημα για Χορό, Γυναίκα και Ποιήτρια, ανιχνεύει τα όρια μεταξύ σιωπής κι έναρθρου λόγου, ενώ ο Θάνατος μοιάζει ανέφικτος, η Πραγματικότητα εφιαλτική, «παιδί και μάνα του μη πραγματικού», η φυγή στο όνειρο αναπόδραστη, αφού και τα όνειρα είναι το ίδιο μίζερα με τα δεδομένα των αισθήσεων. Η Ζωή Σαμαρά έχει κατακτήσει έπειτα από δεκαετίες γραφής την πολυπόθητη, δυσεύρετη και δεξιοτεχνική απλότητα, ξαναγυρίζει στην αθωότητα της παιδικής ματιάς του αναλφάβητου, για να ξορκίσει τα στολίδια και τα ξόμπλια που βάρυναν τη μάσκα της έκφρασής μας. Είναι ειρωνικά καυστική, αυτοσαρκαστική, επινοεί έναν δικό της ιρασιοναλιστικό σουρεαλισμό. Χρησιμοποιεί συχνά το σχήμα οξύμωρον, καταφεύγει σε καλοστημένες παρηχήσεις, αντιθέσεις, ισοζυγιασμένες αντιφάσεις, εξισορροπήσεις αριστερού και δεξιού ημισφαιρίου εγκεφάλου, Λογικού και Ά-λογου, βιωμένου και ματαιωμένου. Αναλογίζεται διαρκώς η εσωτερική της φωνή και παλινδρομεί ανάμεσα σε αυτά που δεν ήρθαν και σ’ αυτά που συνέβησαν τόσο που δεν μπορείς να τα αρνηθείς, να τα ξεχάσεις, να τα καταδικάσεις στη Λήθη. Η σολωμική Φεγγαροντυμένη πετάει στον αιθέρα με το νεκρό παιδί της αγκαλιά, ακούει απόκοσμες φωνές, καταφεύγει στην έλλογη θεοφαγία της Μάνας, διδάσκει με τον παραινετικό της λόγο, αποφαίνεται χωρίς να αφορίζει, τεκμαίρεται χωρίς να τεκμαίρει, απογειώνεται χωρίς να χάνει την επαφή της με τη γη. Ο ιδεαλισμός της είναι πλατωνικού τύπου, ο ρομαντισμός της καθαρά μεσογειακός με την ελληνική αίσθηση του μέτρου. Απογοητευμένη από τον Άνθρωπο αλλά και αισιόδοξη: «Εξ ανθρώπου τα χείρω. / Και εξ ανθρώπου τα κρείττω. / Καρτερούμε. Ή μήπως καραδοκούμε;» (σελ. 34). Η ποιητική της ευθυβολία απαράμιλλη, η λελογισμένη ευστοχία της αφοπλιστική, ειδικά όταν –τεχνηέντως– αστοχεί. Αυτοαναρείται και ακυρώνει τη συσσωρευμένη ακαδημαϊκή Γνώση με την απλότητα του εκφωνούμενου λόγου. Η τρισώματος αφηγηματική φωνή ποιητικολογεί ακόμα κι όταν απολογείται. Δεν ποιητικίζει όμως. Δεν μιμείται. Δεν παρωδεί. Παραπέμπει στον εαυτό της, ως μέρος του συλλογικού Συνειδητού. Το μέρος αντί του όλου. Συνεκδοχή ή μεταφορά. Βαθιά αλληγορική η ποίηση της Ζωής Σαμαρά, αναβιώνει τον Συμβολισμό, μεταπλάθει την υγιή δραματικότητα σε υψηλό λόγο στερούμενο μελοδραματισμού. Τελικά, διδάχτηκα από αυτό το ώριμο επίτευγμά της την επιθετική αντικομφορμιστική ειρωνεία με την κομψότητα ενός ευγενούς που αποκαλύπτεται σε στίχους όπως: «Ίσως πάλι να ήθελε να κρύψει την αρχοντιά του, όπως σήμερα κρύβουμε τη μιζέρια μας». Υποκλίνομαι ενεός. Αυτό είναι ποίηση. Που δεν περισσεύει τίποτα. Ακόμα και η απουσία της στίξης στα μη αφηγηματικά μέρη είναι λελογισμένη. Ο Χορός φέρει κυρίως το βάρος των περιγραφών, ενώ οι θηλυκές μορφές της Γυναίκας και της Ποιήτριας είναι περισσότερον λυρικές. Σε διάλογο της Ζωής Σαμαρά με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, πριν από χρόνια στο «Ούζου Μέλαθρον» της Θεσσαλονίκης μετά την παρουσίαση της ποιητικής μου συλλογής «Ελευθερίας Ανατολή», την άκουσα να υπεραμύνεται της στοχαστικής ποιήσεως. Σήμερα καταλαβαίνω γιατί: δεν αρκεί το εκπεφρασμένο συναίσθημα, το μετουσιωμένο αίσθημα, αν η Γνώση δεν έχει καταστεί βίωμα οργανικό. Ζωή Σαμαρά. Της ευχόμαστε να δημιουργήσει πολλές ακόμα στιγμές καθαρού κι ευθύβολου ποιητικού λόγου.