Το κουτί της Πανδώρας στη Βουδαπέστη
Ο Φίλιπ Κερ γράφει για το Βερολίνο. Ο Βίλμος Κόντορ γράφει για τη Βουδαπέστη. Καμία από τις δύο πόλεις δεν θα παραμείνει ίδια στα μάτια μας μετά τις περιπέτειες του Μπέρνι Γκούντερ και του Ζίγκμουντ Γκόρντον. Στο μεταίχμιο της ανόδου του Χίτλερ στην καγκελαρία και της καταβύθισης της Ευρώπης στη ναζιστική κτηνωδία, το σκηνικό της Ευρώπης είναι εξόχως νουάρ.
Τόσο που θα ζήλευαν ακόμα και οι μετρ του είδους (Τσάντλερ και Χάμετ).
Οι Ευρωπαίοι «ομόλογοί» τους ερανίζονται τα χαρακτηριολογικά στοιχεία των μυθιστορημάτων τους. Πατούν πάνω στις νόρμες της νουάρ κουλτούρας και χρησιμοποιούν εκείνα τα «κλειδιά» που θα κάνουν τη δράση να φέρει ταυτοχρόνως ένα στίγμα σκοτεινό, ενστικτώδες και ιντριγκαδόρικο.
Η ευρωπαϊκή εκδοχή αυτών των νουάρ αναγνωσμάτων, επειδή ακριβώς αναφέρεται σε μια από τις πλέον ταραγμένες στιγμές του 20ού αιώνα, μεταφέρει, συμπλέκει και καθορίζεται –εν πολλοίς– από την πολιτική κατάσταση της εποχής.
Ο Κόντορ στο πρώτο του μυθιστόρημα «Έγκλημα στη Βουδαπέστη» (ακολούθησαν άλλα τέσσερα με τον ίδιο πρωταγωνιστή), μας μεταφέρει στην Ουγγαρία του ’36. Ο θάνατος του ακροδεξιού πρωθυπουργού Γκιούλα Γκέμπες οδηγεί την πολιτική νομενκλατούρα σε αναδίπλωση, έτσι ώστε να μην χάσει την εύνοια του ανερχόμενου Χίτλερ και τη στήριξη του επίσης ισχυρού Μουσολίνι.
Στις… πίσω γραμμές δημιουργούνται ισχυρά μπλοκ ανάμεσα σε διεφθαρμένους πολιτικούς, επιθετικούς επιχειρηματίες, εξωνημένους αστυνομικούς και «σεπτά» μέλη της παρανομίας.
Η ιστορία ξετυλίγεται με τη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας σε μια κακόφημη περιοχή της πόλης. Τίποτα δεν θα ανέτρεπε τη ροή της καθημερινότητας: παρόμοια κατάληξη θα μπορούσαν να είχαν και άλλα εκδιδόμενα κορίτσια. Με τη μόνη διαφορά πως η συγκεκριμένη είναι Εβραία και προέρχεται από μια εξέχουσα οικογένεια της επιχειρηματικής ζωής της Ουγγαρίας.
Το έγκλημα αποφασίζει να εξιχνιάσει ο δαιμόνιος αστυνομικός ρεπόρτερ Ζίγκμουντ Γκόρντον. Στην αρχή με την επαγγελματική ζέση του «πούρου» ρεπόρτερ που θέλει να γράψει μια ιστορία για το πρωτοσέλιδο και στη συνέχεια με προσωπική εμπλοκή στην υπόθεση.
Όσο ψάχνει, τόσο περισσότερο πέφτει στον πυθμένα ενός βαθιού καταπιόνα που μέσα του κατοικοεδρεύουν οι πάντες. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι, παράνομοι μποξέρ-μπράβοι, η επικείμενη έλευση του Χίτλερ, οι βυζαντινισμοί στα υψηλά πολιτικά κλιμάκια, μύριοι όσοι σκοτεινοί τύποι του περιθωρίου και φυσικά νεαρές γυναίκες που γίνονται πόρνες πολυτελείας και… προσφέρονται σε vip πελάτες.
Ο Κόντορ ενορχηστρώνει μια σύνθεση με κλίμακες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν ανάλογα με την πορεία της δράσης. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του μυθιστορήματος (κυρίως συνεργάτες του Γκόρντον) ξεφεύγουν από την τυπολογία: ο παππούς του, πρώην γιατρός, που του αρέσει να φτιάχνει μαρμελάδες, η σχεδιάστρια κοπέλα του, ο ταξιτζής που τον μεταφέρει μέσα στην πόλη – δεν βρίσκεις εύκολα τέτοιους ήρωες σε νουάρ μυθιστόρημα.
Ο Γκόρντον ξετυλίγει το κουβάρι ως άλλος Σέρλοκ Χολμς μαζεύοντας ψηφίδες γεγονότων, σχέσεων και γεγονότων. Τα βάζει με τους ισχυρούς, δέχεται απειλές, τρώει και ένα μπερντάχι ξύλο προς… γνώσιν και συμμόρφωσιν, αλλά τελικά λύνει το μυστήριο. Στην πραγματικότητα ανοίγει το κουτί της Πανδώρας που από μέσα ξεπηδούν όλα τα ένοχα μυστικά της οικογένειας της άτυχης κοπέλας. Άλλωστε ο επιχειρηματίας πατέρας της (εμπορεύεται καφέ και έχει αγαθές σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς) είναι ο σκότιος πρωταγωνιστής του δράματος. Οι δικές του άνομες επιδιώξεις είναι που θα οδηγήσουν στη δολοφονία της κόρης του.
Ο Κόντορ κάνει πολύ καλή δουλειά, στα πρότυπα του Κερ. Μπορεί ο επινοημένος Γκόρντον να μην έχει το βάθος του Γκούντερ και η δράση να μην είναι πολυπλόκαμη, ωστόσο ξέρει να οικοδομεί ένταση και λαβυρίνθους.
Η μετάφραση ανήκει στον Φίλιππο Χρυσόπουλο.