Η επιστροφή του Πουαρό

Σχεδόν σαράντα χρόνια από την τελευταία λογοτεχνική περιπέτεια του Ηρακλή Πουαρό (1975) και από τον θάνατο της Agatha Christie (1976), οι διαχειριστές της περιουσίας της έδωσαν την άδεια να γραφτεί ένα νέο μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Βέλγο ντετέκτιβ. Η συγγραφέας που ανέλαβε αυτό το δύσκολο εγχείρημα, η Sophie Hannah, έχει ήδη μια σημαντική πορεία στη λογοτεχνική σκηνή με τα επιτυχημένα ψυχολογικά θρίλερ της, ενώ κατά καιρούς έχει ασχοληθεί με την ποίηση και την παιδική λογοτεχνία.

Το μυθιστόρημα τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αρχίζει με τον Πουαρό να απολαμβάνει το γεύμα του σε ένα καφέ, όταν ξαφνικά μπαίνει μέσα μια αναστατωμένη γυναίκα. Λίγο αργότερα του εκμυστηρεύεται ότι σε λίγο πρόκειται να δολοφονηθεί, τον παρακαλεί να μην προσπαθήσει να ανακαλύψει τον δολοφόνο της γιατί ο θάνατός της θα είναι μια πράξη δικαιοσύνης και στη συνέχεια αποχωρεί βιαστική. Το ίδιο βράδυ ο Πουαρό μαθαίνει από τον φίλο του και επιθεωρητή στη Σκότλαντ Γιαρντ Κάτσπουλ ότι τρία άτομα, δύο γυναίκες και ένας άντρας, βρέθηκαν δολοφονημένα σε διαφορετικά δωμάτια ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Τα πτώματα είχαν τοποθετηθεί προσεκτικά και στο στόμα κάθε θύματος βρέθηκε ένα μανικετόκουμπο με τα αρχικά Π.Α.Τ. Ο Πουαρό αρχίζει να υποψιάζεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στα τρία θύματα και στη γυναίκα στο καφέ και φοβάται ότι αυτή θα είναι το τέταρτο θύμα του δολοφόνου. Οι έρευνες οδηγούν τον Πουαρό και τον Κάτσπουλ σε ένα μικρό χωριό και σε μία παράξενη ιστορία που συνέβη δεκατρία χρόνια πριν και στοίχισε τη ζωή δύο ανθρώπων. Θα προλάβουν να ανακαλύψουν πώς συνδέεται το παρελθόν με το παρόν προτού εμφανιστεί και το τέταρτο θύμα;

Η συγκεκριμένη περίπτωση μυθιστορήματος δημιουργεί ένα βασικό πρόβλημα στον βιβλιοκριτικό: όσο κι αν επιθυμεί κάποιος να κρίνει το βιβλίο ανεξάρτητα από την αρχική του πηγή αυτό είναι αδύνατο, θέλοντας και μη οδηγείται σε συγκρίσεις. Η Sophie Hannah λοιπόν έχει σεβαστεί απεριόριστα τόσο τη λογοτεχνική φιγούρα στην οποία καλείται να ξαναδώσει ζωή (ο Πουαρό ξαναζωντανεύει στις σελίδες του βιβλίου με το περίεργο μουστάκι του, τη μανία του με την τάξη και την αναλυτική σκέψη), όσο και τον τρόπο με τον οποίο η Christie δομούσε τα μυστήρια που παρουσίαζε. Όπως συχνά συμβαίνει και με τα μυθιστορήματα της Christie, τα οποία αποτελούν τον ορισμό του whodunit, οι ύποπτοι είναι αρκετοί και όλοι θα είχαν κίνητρο και ευκαιρία, ενώ η πραγματική λύση βρίσκεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν. Παράλληλα, η Hannah τοποθετεί δίπλα στον Πουαρό έναν βοηθό, τον Κάτσπουλ –θεωρώ έξυπνο να δημιουργήσει έναν δικό της βοηθό και να μην επιλέξει από τους ήδη υπάρχοντες–, ο οποίος με την περιορισμένη του αναλυτική σκέψη και τις συνεχείς απορίες προάγει την υπόθεση χωρίς καν να το συνειδητοποιεί.

Ανταποκρίνεται λοιπόν το μυθιστόρημα της Hannah στις προσδοκίες; Είμαι σίγουρη ότι οι φανατικοί αναγνώστες του είδους δεν θα απογοητευτούν καθόλου. Θα απολαύσουν τον αγαπημένο τους ντετέκτιβ σε μια ιστορία που θα τους κρατάει σε αγωνία μέχρι την τελευταία στιγμή που θα αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Καλή ανάγνωση.