«Πίστη σημαίνει σιγουριά γι’ αυτά που

ελπίζουμε  και βεβαιότητα γι’ αυτά που

δεν βλέπουμε» (Έστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις , πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων, Προς Εβραίους 11.1)

«Να έχεις πίστη σημαίνει στην πραγματικότητα να αναζητάς κάτι πέρα από την ίδια την πίστη» (McLaren, 1999, σ.3)

Κατά πόσο πιστεύετε σε αυτό που δηλώνετε ότι πιστεύετε;

Πιστεύετε άκριτα ή συνειδητά;

Η κύρια νοηματοδότηση της έννοιας «πίστη», που επικρατεί συνολικά στο «Εγχειρίδιο αθεΐας» είναι: «το να προσποιείσαι ότι γνωρίζεις πράγματα που δεν γνωρίζεις». Έχετε αναρωτηθεί κάθε φορά που δηλώνετε πίστη σε κάτι, κατά πόσο μπορείτε να υποστηρίξετε την πίστη σας με επιχειρήματα και λόγο και κατά πόσο προσποιείστε ότι γνωρίζετε κάτι που δεν γνωρίζετε;

Το βιβλίο αυτό δεν έχει ως κύριο στόχο του να δημιουργήσει άθεους, αλλά σύμφωνα με το συγγραφέα, καθηγητή και φιλόσοφο, Peter Boghossian, στόχος του είναι να δημιουργήσει μια γενιά «επιστημολόγων του δρόμου», δηλαδή ανθρώπων που να ξέρουν να χρησιμοποιούν στη ζωή τους τον ορθό λόγο και να έχουν αναπτυγμένη την κριτική σκέψη. Αυτοί θα πρέπει να πείσουν τους «φαινομενικά πιστούς» που τυχαία συναντούν για τη σημαντικότητα του ορθού λόγου και της επιστήμης, και έτσι να διαδώσουν την ανάγκη κυριαρχίας του λόγου ανά τον κόσμο. Η επιστημολογία είναι μια επιστήμη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας που στοχεύει στο να καθορίσει τη γνώση και να αναλύσει πώς γνωρίζουμε ό, τι γνωρίζουμε.

Στο βιβλίο ο συγγραφέας παραθέτει παραδείγματα, όπου γίνεται χρήση της σωκρατικής μεθόδου, ή της περίτεχνης χρήσης των ερωτήσεων με σκοπό να οδηγήσει κάποιον σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα. Ο ίδιος ανέπτυσσε σωκρατικές τεχνικές για να βοηθήσει τους φυλακισμένους να αυξήσουν τις ικανότητες συλλογιστικής τους προκειμένου να δουν το λάθος στους τρόπους τους και να δεσμευτούν για λιγότερα εγκλήματα στο μέλλον. Η ικανότητα του Boghossian να χρησιμοποιεί τη σωκρατική μέθοδο αναδεικνύεται στα περισσότερα κεφάλαια του βιβλίου μέσω των δειγματικών διαλόγων μεταξύ του ίδιου και των ανθρώπων που εμφανίζουν «φτωχές ικανότητες λογικής».

Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο που διδάσκει στρατηγικές για να βοηθήσει τους ανθρώπους να σκέφτονται λογικά, να αναρωτιούνται, και να αμφισβητούν τις πεποιθήσεις που έχουν υιοθετήσει άκριτα και βεβιασμένα. Συνήθως, οι πιστοί παντός είδους στους οποίους απευθύνεται δε χρησιμοποιούν ισχυρά αντεπιχειρήματα προς τη θέση που ο ίδιος υποστηρίζει και του ανταπαντούν λέγοντας ότι απλά ο ίδιος πραγματικά δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει «πίστη».

Σε όλο το βιβλίο ο συγγραφέας  παρέχει πολλά παραδείγματα από τη ζωή του παραθέτοντας τις «παρεμβάσεις» του, επιτυχημένες και μη, καθώς προσέγγιζε άτομα θρησκευόμενα. Έπειτα από τα διαφωτιστικά κεφάλαια που αφορούν τους τρόπους για την εφαρμογή της «επιστημολογίας του δρόμου», ο συγγραφέας αλλάζει την εστίαση του προς την ακαδημαϊκή κοινότητα, όπου «ο ιός» της κριτικής της έννοιας της «πίστης» θεωρείται ταμπού, και έχει επικρατήσει η άποψη –λανθασμένη κατά τον ίδιο‒ ότι οι καθηγητές δεν θα πρέπει να προκαλούν ούτε να αμφισβητούν τα βαθιά πιστεύω των μαθητών.

Έτσι, προτείνει ένα σχέδιο δράσης για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό επισημαίνοντας ότι είναι απολύτως ηθικό να επικρίνονται οι πεποιθήσεις που μπορεί και να βλάπτουν τις κοινωνίες. Σκοπός του συγγραφέα είναι η επικράτηση του ορθολογισμού στη σύγχρονη κοινωνία. Καλεί τον αναγνώστη να γίνει ένας «επιστημολόγος του δρόμου». «Ο ιδανικός κριτικός στοχαστής συνήθως θέτει ερωτήματα, είναι καλά ενημερωμένος, εμπιστεύεται τη λογική, έχει ανοιχτό μυαλό, είναι ευέλικτος, αξιολογεί δίκαια, προσεγγίζει με ειλικρίνεια τις προσωπικές προκαταλήψεις του, εκφέρει κρίσεις με σύνεση, είναι πρόθυμος να αναθεωρήσει, είναι σαφής ως προς τα διάφορα ζητήματα και μεθοδικός ως προς τα σύνθετα θέματα, αναζητά με ευσυνειδησία τις σχετικές πληροφορίες, επιλέγει ορθολογικά κριτήρια, επικεντρώνεται στην έρευνα και επιζητά με επιμονή αποτελέσματα τα οποία να είναι ακριβή, όσο το επιτρέπουν το θέμα και οι συνθήκες της έρευνας» (σελ.310).

Ως επίλογο θα χρησιμοποιήσω αυτό που όλοι ως σκεπτόμενα άτομα μπορούμε να ακολουθούμε, εφόσον βεβαίως επιθυμούμε να λειτουργούμε με βάση τη συνείδηση και τη λογική μας, και όχι με βάση τα πιστεύω και τις ιδέες που παραδοσιακά και εθιμοτυπικά μας έχουν κληροδοτηθεί: «Φοβόμαστε τον ανοιχτό, ειλικρινή και τολμηρό διάλογο, όμως αυτό που θα έπρεπε να φοβόμαστε είναι οι ανόητες και επικίνδυνες ιδέες, γιατί ενώ ο τολμηρός και ειλικρινής διάλογος μπορεί να είναι ενοχλητικός για κάποιους, οι ανόητες και επικίνδυνες ιδέες μπορεί να αποδειχθούν μοιραίες για όλους μας» (σελ. 278).

Ο συγγραφέας λειτουργεί σαν να θέτει στους αναγνώστες το παρακάτω δίλημμα: Αποφασίστε λοιπόν αν θέλετε να ανήκετε σε αυτούς που έχουν αφεθεί στα χέρια καθοδηγητών που προσφέρουν άκριτους ισχυρισμούς και πιστεύω τα οποία εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς ή αντιθέτως σε αυτούς που χρησιμοποιούν τον ορθό λόγο και την κριτική σκέψη ως κύριο μέσο αποφάσεων και πράξεων στη ζωή τους.