H Βίκυ Δερμάνη έχει έναν τρόπο να βλέπει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. Με όπλο τον στίχο σκάβει να βρει και να αναδείξει συναισθήματα  καλά κρυμμένα. Είναι τολμηρή στην αποτύπωση της μοναξιάς, στην ιχνηλάτηση ενός ευάλωτου εσωτερικού κόσμου. Δεν φοβάται να απογυμνωθεί από το ψέμα, δεν καταφεύγει στην εύκολη ωραιοποίηση καταστάσεων. Έχει την ελευθερία να εκφράζεται ειλικρινά, αναδεικνύοντας με τα ποιήματά της τη δική της αλήθεια η οποία όμως αφορά και άλλους ανθρώπους που αναγνωρίζουν και κείνοι τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν.

Το βιβλίο «Εύσαρκο κάτι σαν φως» αποτελεί την όγδοη ποιητική συλλογή της και κυκλοφορεί από τις καλαίσθητες πάντα ΑΩ Εκδόσεις. Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι της πολυσχιδούς Χριστίνας Καραντώνη.

Η ποίηση στεγάζει την εσωτερική κραυγή, τη «θρηνητική μουσική της μπάντας», τη νύχτα που ασθμαίνει, τις ματαιώσεις μιας ολόκληρης ζωής, τις πνευματικές οδύσσειες, τα τραύματα, τις ροές της σκέψης και των αισθημάτων, τις πίκρες και τα βάσανα, τις ανισορροπίες και τις προσδοκίες. Γιατί η ποίηση έχει αυτή τη δύναμη. Ο Αντώνης, Αυτή, η Αγγελική, η Διονυσία, η Ρενάτα αντιπροσωπεύουν και μια διαφορετική ιστορία. Όλες μαζί είναι ιστορίες που καίνε. Νεκροζώντανοι. Άδειες ζωές. Βαριές σιωπές, άλυτες απορίες. Εσωτερικοί και εξωτερικοί μονόλογοι. Κενά που δεν μπορούν να κλείσουν. Επιθυμίες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν. Και απέναντι πάντα βρίσκονται οι ζωές των άλλων.

Ξέρεις τι είναι μια ζωή ολόκληρη; (Μια ζωή). Τέσσερις
τοίχοι, ένα παράθυρο. Βάσανο το παράθυρο. Ξέρεις τι
είναι να κοιτάζω τις ζωές τις ξένες; Να κοιτάζω λαθραία.
Δική μου δεν έχω. Ένα παράθυρο το βιος μου. Περιουσία
λειψή και κλεμμένη. […]

Το πληγωμένο ποιητικό υποκείμενο στήνει σκηνικά ίσως για να καλύψει τα δικά του κενά. Υπάρχει μια νοσταλγία για αυτό που ποτέ δεν θα έρθει. Υπάρχει μια στενάχωρη κατάσταση εγκλεισμού, μια παγίδα που μόνο στην απομόνωση οδηγεί. Σημειώνεται μια αποκήρυξη της «κανονικότητας» και της πλήξης.

Στη «Φεβρωνία» γράφει: «Χωρίς καμιάν υπερβολή, χωρίς ακρότητα καμία ζούσε η Φεβρωνία εύτακτη τη σαπισμένη της ζωή.»

«Αντιήρωες» θα μπορούσα να σημειώσω! Οι αντιήρωες είναι οι ήρωες της Δερμάνη.«Άνθρωποι σκληροί, λυγισμένοι, βλοσυροί.» Άνθρωποι που ζουν μια πανικόβλητη ζωή και ο αναγνώστης συμπάσχει μαζί τους. Η μοίρα φταίει που τους έλαχε κακή; Πάντως παραπαίουν σαν σκιές μέσα σε έναν αντιφατικό και ανορθόδοξο κόσμο.

Έρημο σπίτι, κλειστά παράθυρα, σκληρές μνήμες, αλλοτρίωση. Ζωή φοβισμένη, ζωή στολισμένη με παλιά φτιαχτά όνειρα. Μπορεί η ποίηση να λυτρώσει αυτή τη βασανισμένη ζωή; Μπορεί η ποίηση να παίξει με τις αντοχές, να αναδείξει το φως παλεύοντας με το σκοτάδι, να καθρεφτίσει το ορατό και να το συνδέσει με το ανείπωτο, να προσφέρει κόσμους ανθρώπινους που μας αφορούν και που μέσα σε αυτούς μπορεί και εμείς, οι αναγνώστες, να έχουμε τη δική μας θέση; Μένει γεύση πικρή, ακόμα κι αν μια υπόνοια φωτός καραδοκεί.

Τίποτα πια

  Θα σε σκοτώσω ρε σκουπίδι ,της φώναζε συνέχεια.

Εκείνη έκλεινε αυτιά, μάτια, ψυχή, παράθυρα. Έστρωνε 

κρεβάτια, σκούπιζε πατώματα, αυλές, δάκρυα. Έπλενε,

ξέπλενε, σιδέρωνε τα ρούχα, ψώνιζε τα χρειαζούμενα,

μαγείρευε. Ύστερα  κλεινόταν στο μπάνιο, τον εαυτό της

τεμάχιζε κομμάτια μικρά. Κάθε μέρα κι από ένα μικρό

κομμάτι. Χέρια, πόδια, κοιλιά, καρδιά, τη ζωή της όλη

τεμάχιζε. Όταν εκείνος μια μέρα μανιασμένος το μαχαίρι

σήκωσε,

       δεν βρήκε τίποτα πια απ΄ αυτήν να σκοτώσει.