«Μην τους πιστεύεις ό,τι κι αν πουν…»

«…Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς.» Με αυτόν τον εξαιρετικό τίτλο κυκλοφορεί το μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, με ήρωα και πάλι τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο, που είχαμε γνωρίσει στο βιβλίο «Για μια χούφτα βινύλια».

Καλοκαίρι του 2007. Μετά από μια αποθεωτική συναυλία στο Κάστρο του Ρεθύμνου, αλλά και μια κοπιαστική περιοδεία, ο πετυχημένος τραγουδιστής Απόστολος Μελισσηνός έχει εξαφανιστεί. Φίλοι και συγγενείς τον αναζητούν χωρίς αποτέλεσμα.

Τις ίδιες ημέρες ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος ξεκινάει επιτέλους τις διακοπές του στα Χανιά. Πριν προλάβει να πιει την πρώτη του ρακή τον ειδοποιούν ότι αναστέλλεται η άδειά του. Ο αστυνόμος θα βρεθεί σ’ έναν λαβύρινθο πληροφοριών από πρόσωπα που όλα δυνητικά είχαν κίνητρο εναντίον του διάσημου τραγουδιστή. Ο Νικολόπουλος θα καταδυθεί στα άδυτα της μουσικής βιομηχανίας, στις έριδες μεταξύ μουσικών και δισκογραφικών εταιριών, αλλά θα κάνει και μια επιστροφή στη δική του νεανική ηλικία, ξεθάβοντας κασέτες με ελληνικά ροκ συγκροτήματα.

Έτσι δημιουργείται ένα γαϊτανάκι γύρω από την εξαφάνιση του Απόστολου Μελισσηνού, όπου όσοι τον γνώριζαν δεν μοιάζουν αθώοι, η αστυνομία πιέζεται από τη σπουδαιότητα της υπόθεσης, ο Τύπος βομβαρδίζει διαρκώς με δημοσιεύματα και εκπομπές για την πολύκροτη υπόθεση. Και στη μέση ο Χάρης Νικολόπουλος αναζητεί τη λύση σ’ ένα πρόβλημα που είναι πιο βαθύ απ’ όσο αρχικά φαινόταν.

Το μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου το διάβασα σ’ ένα βράδυ. Χωρίς διαλείμματα, μ’ ένα ποτήρι κρασί και τσιγάρα. Δεν ήταν μόνο η πολύ καλή αφηγηματική τεχνική ή οι ρεαλιστικοί και ζωντανοί χαρακτήρες, αλλά και το ότι η πλοκή είναι κοντά στη δική μας πραγματικότητα ή μάλλον, για να το πω καλύτερα, είναι η δική μας πραγματικότητα. Το κείμενο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, με γλώσσα καθημερινή και απλή. Οι διάλογοι προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας, στοιχειοθετώντας ακόμα καλύτερα τους χαρακτήρες, ενώ η πλοκή είναι πιο πολυσύνθετη απ’ ό,τι φαίνεται στην αρχή.

Το «Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς» είναι ένα mainstream μυθιστόρημα, με διάχυτο ρεαλισμό στην αφήγηση, που αποτυπώνεται εύστοχα σε πρόσωπα και εικόνες. Συγκαταλέγεται στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας και άπτεται περισσότερο της αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας των μέσων του περασμένου αιώνα και αυτό από μόνο του έχει αρκετό ενδιαφέρον. Εκείνο, όμως, που θέτει σε πιο ζωντανή βάση την αφήγηση είναι η μουσική επένδυση του κειμένου. Στοιχεία που συνθέτουν την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ροκ μουσικής, στίχοι και μελωδίες που όλοι έχουμε τραγουδήσει και που, καθώς περιπλανιόμαστε στις σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου, ακούμε νοερά να σιγοψιθυρίζονται.