Καθημερινές οικογενειακές ιστορίες

O Henri Rene Albert Guy de Maupassant γεννιέται στη Νορμανδία το 1850 και πεθαίνει στο Παρίσι το 1893. Ξεκινά να γράφει σε ηλικία δεκατριών χρόνων και συνεχίζει να δουλεύει εντατικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο έργο του περιλαμβάνονται έξι μυθιστορήματα, οκτώ θεατρικά έργα, μερικές ποιητικές συλλογές, πολλά δοκίμια, άρθρα και ταξιδιωτικά αφηγήματα και το κυριότερο, πάνω από τριακόσια διηγήματα. Όταν ο Guy γράφει τους πρώτους του στίχους, η μητέρα του, ενθουσιασμένη τον αναθέτει στον Flaubert, παλιό οικογενειακό φίλο, που γίνεται ο πνευματικός πατέρας του Maupassant. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών ξεκινά σπουδές στη νομική σχολή του Παρισιού και αργότερα προσλαμβάνεται στο δημόσιο. Το 1874 γνωρίζει στο σπίτι του Flaubert τον Zola, ο οποίος τον περιβάλλει με φιλία και τον εισάγει σ’ έναν κύκλο μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Το 1880 με τη βοήθεια του Zola εκδίδεται το διήγημά του “Χοντρομπαλού”, χάρη στο οποίο αναγνωρίζεται ως μεγάλος διηγηματογράφος. Παραιτείται από το υπουργείο και ασχολείται αποκλειστικά με το γράψιμο. Ο Maupassant αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και πεθαίνει από σύφιλη σε ψυχιατρική κλινική του Παρισιού σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών.

Όπως ακριβώς δηλώνει και ο τίτλος του, το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελείται από δυο νουβέλες του σπουδαίου συγγραφέα. Η πρώτη, που φέρει τον τίτλο «Οικογενειακή υπόθεση», παρουσιάζει μια μεσοαστική οικογένεια, στην οποία ο σύζυγος, δημόσιος υπάλληλος, έρχεται καθημερινά σε σύγκρουση με τη γυναίκα του. Όταν δε η μητέρα του, η οποία ζει στον επάνω όροφο, πεθαίνει, η σύζυγος με ταχείες κινήσεις σπεύδει να αρπάξει όποιο έπιπλο μπορεί από το δωμάτιο της πεθαμένης. Και ο σύζυγος και γιος της αποθανούσης, χωρίς να μπορεί να τα βγάλει πέρα, συμμετέχει σιωπηρά σ’ αυτήν την αρπαγή. Όμως και οι δύο θα βρεθούν έκπληκτοι μπροστά σε παράγοντες που δεν έχουν υπολογίσει.

Η δεύτερη νουβέλα φέρει τον τίτλο «Η κληρονομιά» και έχει και αυτή ως κεντρικό άξονα της υπόθεσής της την οικογενειακή καθημερινότητα. Ένας άντρας, που δουλεύει στο Υπουργείο, ζει με την κόρη του και την αδερφή του, η οποία διαθέτει μεγάλη περιουσία. Με την πάροδο του χρόνου, σφηνώνεται ολοένα και περισσότερο στο μυαλό του η ιδέα ότι πρέπει να παντρέψει την κόρη του. Βρίσκει έναν φέρελπι νέο από το Υπουργείο και φέρνει τους δύο νέους σ’ επαφή. Ο γάμος δεν αργεί να γίνει. Λίγο καιρό μετά η αδερφή του πεθαίνει και πλέον όλοι είναι περιχαρείς, αφού επιτέλους θα βάλουν χέρι στη μεγάλη περιουσία της. Και αυτή τη φορά όμως, εκεί που θεωρούν ότι κατέχουν ήδη την κληρονομιά της αποθανούσης, δεν υπολογίζουν τους όρους που η ίδια έχει θέσει, ώστε να μπορέσουν να αποδεχτούν την κληρονομιά.

Ο Γκυ Ντε Μωπασάν στήνει με εξαιρετική μαεστρία δυο ιστορίες, για να καταδείξει τη μικρότητα της ανθρώπινης ψυχής, τη στενότητα της οικογενειακής καθημερινότητας, αλλά και το χλευασμό του κοινωνικού περίγυρου. Εξάλλου είναι γνωστό από το έργο του συγγραφέα ότι ο Μωπασάν αρέσκεται να καυτηριάζει, αλλά και να απογυμνώνει την καθημερινότητα στις πιο απλές στιγμές της. Καθώς διάβαζα το βιβλίο, πραγματικά ήταν από τις φορές που δεν μπορούσα να προβλέψω τη συνέχεια της ιστορίας, ενώ δεν πρέπει να παραλείψω το διάχυτο χιούμορ του Μωπασάν που με έκανε αρκετές στιγμές να γελάσω.

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο βιβλίο, του οποίου η ανάγνωση είναι πραγματική απόλαυση, ενώ αξίζει ιδιαίτερης μνείας η μετάφραση, ο σχολιασμός, αλλά και το πλούσιο χρονολόγιο, με το οποίο ο Φοίβος Πιομπίνος έχει «ντύσει» τη συγκεκριμένη έκδοση.