«Για να μην ξεχνάω»

Για μας γράφουμε. Αλλά θα πρέπει να κινδυνέψεις γι’ αυτή την ακριβή διαπίστωση.

«Δεκαεννιά Δεκεμβρίου μπήκα στο νοσοκομείο, ακριβώς μετά από δυο μήνες βγήκα, δεκαεννιά Φεβρουαρίου. Για μένα τουλάχιστον, τεράστιο διάστημα. Χρειαζόταν να μείνω “ζωντανός” ως το τέλος. Κι έμεινα. Είδα πολλές εικόνες, εσωτερικές, εξωτερικές, μερικές περιγράφονται εδώ, άλλες όχι. Ήταν ένα σπουδαίο μάθημα υπομονής και επιμονής. Στην αρχή έλεγα ότι οι σημειώσεις αυτές ήταν αποκλειστικά δικές μου, δεν θα τις μοιραζόμουν με κανέναν. Στο τέλος πίστεψα ότι αυτή η μαρτυρία μπορεί να βοηθήσει κάποιους που θα βρίσκονταν σε σχετικά παρόμοια θέση. Αρχίζεις και ξεπερνάς τα όριά σου, κι είναι παράξενο, μόλις αρχίζεις και χαλαρώνεις, επειδή τα αποδέχεσαι, αν είσαι ακόμα ζωντανός, βγαίνεις έξω στον κόσμο. Αυτό ισχύει στα πάντα στη ζωή.»

Μια προσωπική περιπέτεια του Κωστή Γκιμοσούλη που έγινε ημερολόγιο επιβίωσης –έτσι επιζεί του ναυαγίου του ένας ποιητής, με τη γραφή– και δηλώνοντας «μαρτυρία» μάς υποδεικνύει ξανά τα βασικά της ζωής. Αποκαλύπτει με γενναιοδωρία και σε μας τη σημασία και το φωτεινό άλγος της δεύτερης ευκαιρίας στη ζωή.  Μας ξαναμαθαίνει τον μόνο δρόμο-τρόπο για να σταθείς. Όταν όλα γίνονται αφόρητα κι εμείς αναγκαστικά συνειδητοποιούμε ότι είμαστε καταδικασμένοι ν’ ακροβατούμε στο χάος. Το Χάος∙ η μόνη μας σιγουριά. Τότε αυτό που σου απομένει, σαν ακροβάτης με συνείδηση πια καθαρή, είναι: «Να κάνεις υπομονή. Όχι υπομονή αλλά επιμονή».

Αυτό λέει ο Κωστής αλλά και κάτι άλλο. Ζώντας όλο τον εφιάλτη μιας σωτήριας, τελικά, καφκικής «μεταμόρφωσης»: «Κάπως έτσι έγινα χελώνα. Όχι μια χελώνα της στεριάς αλλά μια χελώνα της ανοιχτής θάλασσας. Με τεράστιο καβούκι. Περίμενε, μου έλεγαν. Υπομονή χελωνήσια. Πότε θα βγω; Θα βγω άραγε ποτέ; Το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ μιας χελώνας που την έλεγαν… πώς την έλεγαν; Αρχίζω να ξεχνάω. Αυτός η χελώνα. Τόνους αντιβίωσης η χελώνα. Μηνιγγίτιδα η χελώνα. Πώς την έλεγαν αυτή τη χελώνα; Περίμενα η χελώνα. Δεν περιμένει η χελώνα. Δεν περιμένει, δεν διαβάζει η χελώνα. Όλα τα βλέπει αλλά δεν μιλάει η χελώνα. Ο Αρχέλων η χελώνα».

Ένα οδυνηρά αναστάσιμο βιβλίο που κάνει τον «Μαύρο Χρυσό» του Κωστή Γκιμοσούλη [μικρά κείμενα, ποίηση και ζωγραφιές του σε πακέτα από τσιγάρα] να μοιάζει, τελικά, με πρόβα τζενεράλε. Διαθέτει, επίσης, ποίηση, ζωγραφιές δικές του και μικρά κείμενα που συνθέτουν την κατακερματισμένη αίσθηση δυο μηνών στο μεταίχμιο της ζωής για μια τραυματισμένη «χελώνα»: εκείνο που ζούσε και εκείνο που φανταζόταν για να μπορέσει να ζει, εκείνοι που ήταν δίπλα του και όσοι θα μπορούσαν να είναι εκεί δίπλα μαζί, εκείνα που έζησε κι εκείνα που θα μπορούσε να ζήσει αν είναι να κρατηθεί στη ζωή, όλα όσα δεν βλέπεις όταν νομίζεις ότι πάντα θα τα βλέπεις, επειδή και εκείνα θα είναι εκεί και εσύ ως «ο τυφλός παρατηρητής» πάντα εκεί. Ο χρόνος κι ο τόπος σε απόλυτη διαστολή με τις παραμικρές λεπτομέρειες σε γκρο πλαν, εκείνο που σου χαρίζεται όταν είσαι σ’ αυτό το σημείο όπου απ’ εκεί και μετά δεν θα είναι ζωή. Ο ίδιος και ο εαυτός σου, η-χελώνα-ο-Αρχέλων, απέναντι. Σ’ ένα παιχνίδι με τον Αχέροντα και τη χελώνα διαρκές, σαν παιδί.

Μάλλον επειδή ένας ποιητής που είναι ποιητής ποτέ δεν εγκαταλείπει την ποίηση, τον ακολουθεί και στο πεζό του και στη ζωή,  τέλος πάντων, υπάρχει όπου είναι κι αυτός, όπου πάει. Ακόμα και στην οδύνη. Ειδικά εκεί.

«Σου κλείνω το μάτι. Μου το κλείνεις κι εσύ. Μετά από τόσο καιρό στην αποθήκη του νοσοκομείου όλοι μοιάζει να μου γυρίζουν την πλάτη. Όχι όμως εσύ. Ούτε κι εγώ. Ούτε κι εγώ. Συνεχίζω να χαμογελάω. Νιώθω τυχερός που έζησα. Τυχερός, ή είχα τη δύναμη; Κάτι έμαθα – αλλά δεν σας το λέω. Δεν είναι μυστικό, μπορείτε να το μαντέψετε. Χαμογελάω και σας κλείνω το μάτι. Όλα κρέμονται από ένα χαμόγελο και μια κίνηση του μυαλού που υπακούει την ψυχή.»

Κι όλα μπορούν να γίνουν πεζογραφία και ποίηση ακριβή∙ ακόμα και η πιο σκοτεινή αποθήκη. Επειδή ο-ποιητής-που-είσαι σε έχει,, τελικά, ακολουθήσει και σε σώζει κι εκεί [κι από κει].

Ένα βιβλίο που είναι, τελικά, «μαύρος χρυσός», αλλά και «το καβούκι μιας χελώνας». Μια εμπειρία-δώρο που σε ξαναμαθαίνει την αλφαβήτα της ζωής. Αλλά θα πρέπει να βρεθείς στη σκοτεινή αποθήκη κι αν είσαι τυχερός, να τηνε ξαναθυμηθείς. Αλλιώς διαβάζεις τον Κωστή και τον ακολουθείς σαν Στάλκερ. Οπωσδήποτε κάπου θα σε βγάλει. Μπορεί.