Αν σε κάθε βιβλίο αποθησαυριζόταν μία λέξη, η γλώσσα μας θα πλούταινε διαρκώς. Η προστιθέμενη αξία του έντεχνου λόγου είναι ένας απλώς ανατοκισμός δανείων κι αντιδανείων. Όταν διαβάζω ολάκερα βιβλία σε απλοποιημένη γλώσσα της χρηστικής καθημερινότητας αγωνιώ, εξανίσταμαι κι ανιώ τας φρένας. Οι ειδήσεις των οκτώ δεν είναι λογοτεχνία, αγαπημένες μου φίλες, αγαπημένοι μου φίλοι. Είναι ένα «μέρος» του λόγου, αλλά δεν είναι είδος του έντεχνου λόγου, της υψηλής Συν-ραφής. Όλοι πάνω σε ψίχουλα από το τραπέζι του Ομήρου παρασιτιζόμεθα. Όταν το αποδεχτείς, νιώθεις καλά με τον εαυτό σου και πας παραπέρα. Όταν το αρνείσαι, συνθέτεις, νεολογίζεις, υπερβαίνεις την παράδοση και τα εσκαμμένα/εσκεμμένα. Εκεί είναι τα θολά όρια μεταξύ ποίησης και μεταποίησης, μόνον που αυτό εδώ το μετά είναι πιο ταπεινό από το «μετα-μοντέρνο», τη «μετα-νεωτερικότητα» και διάφορα τέτοια κουραφέξαλα. Αν δεν μπορείς να μεταποιήσεις ένα φόρεμα δεν μπορείς και να ράψεις ένα κοστούμι σχεδιαστικό. Οι σύγχρονοι χορευτές, όταν δεν πατούν γερά στα βήματα, στις τεχνικές και στις συστοιχίες του λεγομένου «κλασικού χορού», παραπαίουν.

Εδώ βρίσκω πολλές καινούργιες-παλαιές λέξεις, μικρομέγαλες κυράδες που έρχονται κατευθείαν από τη βαθιά αρχαιότητα, όπως εκείνο το «λιγύφθογγη» στη σελίδα 152 (η κατάληξις απλώς μετεβλήθη συν τω χρόνω).

Υπάρχει και μία λέξη, ονομασία γιορτής, Χαλόιλα, που δεν κατάφερα να εντοπίσω. Ας μείνει και κάτι για την αυριανή μέρα. Πάντα υπάρχουν περιθώρια να μαθαίνουμε, όταν συνειδητοποιούμε τη μικρότητά μας. Όπερ ποιεί ο καλός μας συγγραφέας στο στερνό αυτοκριτικό ποίημα ετούτης της συλλογής.

Από την Ήπειρο καταγόμενος, στης Αυστραλίας τη Μέση Εκπαίδευση δίδαξε κι από τον ομότιμο Καθηγητή του καλιφορνέζικου πανεπιστημίου Απόστολο Αθανασάκη μεταφράστηκε (αυτός φιλοτεχνεί και τον κατατοπιστικό προσιτό πρόλογο με προσήνεια απαράμιλλη – μόνον όταν μπορεί να μας τα εξηγήσει ο δάσκαλος απλά, μόνον τότε δικαιούται το επίθετο «σοφός»).

Αμφότεροι λατρεύουν το δημοτικό μας τραγούδι, υπηρετούν και συνεχίζουν την Παράδοση, όπως δηλώνουν ευθαρσώς στο πίσω «αυτί» του βιβλίου.

Εύτακτος προσδιορισμός εαυτών και αλλήλων, ποιητική χωροθέτησις. Αυτός θα ήταν ο δικός μου υπότιτλος σε αυτόν τον τόμο (εάν και όταν ερωτούσαν την ταπεινή μου γνώμη). Όμως ακόμα και έτσι, κινείται ανάμεσα στη λογιοσύνη και στη λαϊκότητα, σαν εκκρεμές που συνδέει δύο κόσμους, όχι και τόσον απόμακρους.

Η θεματολογία καθημερινή, σχεδόν ναΐφ, για να μην πω «απλοϊκή» και το αδικήσω το περίτεχνο δίγλωσσο πόνημα δύο νοών που αφιερώθηκαν στη λατρεία του Αληθινού. Γιατί περνάει πολύ Φως μέσα από αυτά τα τυπωμένα παράθυρα. Πύργος που δεν πρόκειται να γείρει, που δεν θα κλονιστεί ποτέ από σεισμό, γιατί πατάει γερά στο συναίσθημα, στην καλοσύνη, στην αγνότητα και στη σοφία που μόνον τα παιδιά και οι αθώοι μπορούν να κατακτήσουνε εν ζωή.

Η Αγάπη είναι κινητήριος δύναμις ικανή να υπερβεί και ψευδεπίγραφους, μισαλλόδοξους, μισάνθρωπους «θεούς» και δαίμονες. Η Αγάπη και η Υπέρβαση αγκαλιά στις σελίδες 154-157.

Σαν επιτύμβιο οι καταληκτικοί στίχοι ενός ώριμου προσγειωμένου ανθρώπου, συμφιλιωμένου με τον εαυτό του και χορτάτου ως προς την απόλαυσιν της Τέχνης του:

Όμως κοιμήσου εν ειρήνη, αγαπημένε μου ποιητή,

Εσύ που ποτέ το δώμα της τέχνης δεν επέρασες

Με αμάτωτα σπλάχνα,

Εσύ που ποτέ εκεί δεν παρέμεινες,

Αν η υψηλή της τέχνης σου αίσθηση παράπονο είχε

Ακόμα και για το πιο ταπεινό από εκείνα τα όμορφα

Των Πιερίδων σου τα δώρα. (σελ. 158)

Εκλεκτός των Μουσών ο γλωσσομαθής, ο ελληνομαθής, ο ελληνολάτρης και πανανθρώπινος Γεώργιος Ε. Γεωργάκης.

Η Αλήθεια μάς αφορά όλους, αφού είναι συνώνυμη με το Φως. Γνώσις και Πληροφορία δεν ταυτίζονται. Η μία υπερ-σύνολον της άλλης.

«Δρυς λαλέουσα» ο τίτλος αυτού του βιβλίου. Αμήν και πότε;