Δρομέας μεγάλων αποστάσεων στο στίβο και τη ζωή

Γιος ψυχιάτρου, ο Jean Echenoz (Ζαν Εσνόζ) γεννήθηκε στην Orange (Vaucluse) το Δεκέμβριο του 1947 και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Προβηγκία. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι και εργάστηκε στον ιατρικο-κοινωνικό τομέα. Το πρώτο του βιβλίο (Le meridian de Greenwich) εκδόθηκε το 1979. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει δώδεκα μυθιστορήματα και έχει λάβει πολλά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Medicis 1983 για το Cherokee και το Goncourt 1999 για το Je men vais. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του Φεύγω, Οι ψηλές ξανθιές, Ζερόμ Λεντόν, Προπαντός όχι Σοπέν, Ραβέλ (όλα από τις εκδόσεις Πόλις) και Λίμνη (από τον Καστανιώτη).

Οι Γερμανοί μπαίνουν στη Μοραβία. Ο Εμίλ Ζάτοπεκ είναι δεκαεπτά χρονών και εργάζεται ως μαθητευόμενος στο εργοστάσιο της υποδηματοποιίας Bata στο Ζλιν, νότια της Οστράβας. Συμμετέχει σε έναν αγώνα ανωμάλου δρόμου που διοργανώνει η Βέρμαχτ στο Μπρνο, στον οποίο μια γερμανική αθλητική ομάδα αντιπαρατίθεται μ’ ένα τσούρμο λιμασμένους και ρακένδυτους Τσέχους και τερματίζει δεύτερος χωρίς να το καταλάβει, υπό την έκδηλη δυσαρέσκεια των αρίων (οι φράσεις είναι παρμένες από το βιβλίο). Αυτή είναι η πρώτη κούρσα του  κατοπινού τριπλού Ολυμπιονίκη του Ελσίνκι στους δρόμους των μεγάλων αποστάσεων. Ο Εσνόζ παρακολουθεί τη σταδιοδρομία ενός αθλητή πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα, την άνοδο, το απόγειο, την κάμψη και την κατάρρευσή του. Αξιωματικός του τσεχοσλοβάκικου στρατού στα χρόνια του κομμουνισμού, εργάτης σε ορυχεία ουρανίου στα βορειοδυτικά σύνορα μετά την Άνοιξη της Πράγας, την οποία υποστήριξε ανοικτά, θα καταλήξει στα υπόγεια του Αθλητικού Κέντρου Πληροφοριών έπειτα από μια δήλωση «μετανοίας».

Σε αυτή τη βιογραφία που μοιάζει και με ρεπορτάζ, ο συγγραφέας σχολιάζει με έναν εντελώς δικό του τρόπο την πορεία του ήρωά του, προφανώς γνωρίζοντας πολύ καλά τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του και δη της σταδιοδρομίας του. Αυτό που προκύπτει είναι, εν μέρει, μια «τοιχογραφία» του φαινομένου Ζάτοπεκ, ενός ανθρώπου με ιδιαίτερο πείσμα και μεγάλη αντοχή – σωματική και ψυχική. Τίποτε δεν μοιάζει να τον πτοεί, η αγάπη του για το τρέξιμο είναι τόσο μεγάλη που πέφτει και σηκώνεται, αποχωρεί και επανέρχεται στην ενεργό δράση, βιώνει τα διάφορα στάδια της ζωής του με ένα είδος στωικότητας, «απολίτικα» ίσως, αλλά πάντως με την εγκαρτέρηση του ανθρώπου που θέλει μόνο να τρέχει.

Ας σημειωθεί ότι από το κείμενο του Εσνόζ απουσιάζουν εντελώς οι ημερομηνίες, αν και η αφήγηση είναι γραμμική και ακολουθεί πιστά  τα γεγονότα της ζωής του Ζάτοπεκ. Η υπογράφουσα θα χαρακτήριζε τόλμημα αυτή την επιλογή του συγγραφέα, που αφήνει έτσι να αναδυθεί με έναν τρόπο καθαρά λογοτεχνικό η διαδρομή ενός ανθρώπου με ακατάβλητη θέληση και επιμονή, ενός δρομέα μεγάλων αποστάσεων στο στίβο και στη ζωή.

Για τους σχολαστικούς αναγνώστες θα θέλαμε, τέλος, να θέσουμε τον προβληματισμό κατά πόσον ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου (“Courir”) αποδίδεται ικανοποιητικά στα ελληνικά.